Για σένα τα τραγούδια μου
Για σένα τα τραγούδια μου
άνθρωπε ταπεινέ
ανώνυμε ήρωα των ερειπίων.
Ίσως να μην γνωρίζεις το γιατί
μα ο ποιητής μακρινέ φίλε
περιφέρει την δυστυχία της αλήθειας
στη καρδιά του.
Ένα ποτάμι βουερό μας παίρνει
ξεριζωμένα δέντρα
και βράχια ριζιμιά
από τα βουνά μας
που σε λασπώδεις όχθες
μας κτυπά.
Εμείς που μεγαλώσαμε
με τα ψιθυρίσματα των ανέμων
και τα μαγευτικά
παραμύθια των δασών μας
που μέσα τους ιερές
περιφέρονται μορφές
ω γιορτινές ημέρες
της ενδόμυχης συνομιλίας
με τους φεγγερούς ουρανούς
ότι στη θύμηση απέμεινε κουρελιασμένο
η ζωή μας είναι τώρα
καθώς παρασυρμένοι
απ τον γενέθλιο τόπο ξεμακραίνουμε.
Πού ναι οι γιορτές μας, οι χαρές
οι καρποφόρες ώρες μας
στεφανωμένες με τα χρυσά στάχια
πού ναι ο βωμός
που γύρω του ο λαός δοξαστικός
τον ιερό ζούσε δεσμό του
με το έργο του και τον θεό
και όπως των φύλλων η γενεή
έτσι και των ανθρώπων
ο κύκλος της ζωής
με τον καημό και το όραμα
μιας ανακύκλησης παντοτινής.
Ενορατική σπορά του χωραφιού μας
μέσα στο αληθινό, το ωραίο και ιερό
μεγάλωνε ο στοχασμός και το έργο μας.
Πάνε οι λαμπροί καιροί
που το υψηλό και αθάνατο
το νοιώθαμε να σφύζει
μέσα στη κάρπιμη μας γη.
Τώρα θεός σκληρός
διώχτης της ομορφιάς
με το μελανοφόρο χέρι του
αρπάζει την σοδιά μας
και μέσα στης στυγερής τοκογλυφίας
τους ιστούς
ανταλλάζει την θλιβερή υποταγή μας
με την υπόσχεση ενός ψεύτικου ουρανού.
Πού είναι οι σάλπιγγες
καταδιωγμένοι σύντροφοι
σε ποια πεδία μαχών
κείτονται άφωνα τα τύμπανα μας
γιατί τα λάβαρα μας
δεν ανεμίζουν τιμημένα
στα ατσαλωμένα χέρια
της οργής μας υψωμένα;
Πού ναι ο λαός μας, ο στρατός
της πατρίδος τα όνειρα μας;
Ποιητής που έρχεται
από μακρινούς καιρούς
τα ερείπια τριγυρίζω
και από τους γκρεμισμένους
αρχαίους ναούς
περισυλλέγω τις μνήμες
τις κοσμοπλάστρες μνήμες
που θα ορμήσουν
όπως ο ήλιος
μιαν αυγή
την υπνωμένη μας ψυχή
να την ξυπνήσουν.
Λουκάς Σταύρου