Λουκάς Σταύρου
Ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας, ενεργός πολίτης.

Ειδωλίων Σπαράγματα

Ποιητική συλλογή

Για εισφορές μέσω PayPal: https://paypal.me/lukestavrou.

Περιεχόμενα

  1. Επαίτης
  2. Έμειναν οι ψυχές τους
  3. Ίσως
  4. Μορφές
  5. Μια νύχτα σε ένα μπάρ
  6. Ύμνος στην Αφροδίτη
  7. Έλα
  8. Άκουσα τη φωνή σου
  9. Περίμενα
  10. Αρχόντισσα
  11. Αναστηθείτε
  12. Ύμνος στην Κύπριδα
  13. Μύριζε γιασεμί
  14. Νόμιζε
  15. Για μια συνάντηση
  16. Η θύμηση σου
  17. Ξημερώνει
  18. Θηρευτές της ηδονής
  19. Είχα ένα φως
  20. Φύλαξα την ανάμνηση
  21. Ήπια και μέθυσα
  22. Περπατούσαμε αντάμα
  23. Προτιμώ
  24. Άδεια η ζωή
  25. Ανέβηκε η ψυχή μου
  26. Το τρένο έφευγε
  27. Ανθισμένες μυγδαλιές
  28. Την άκουγα την Διοτίμα
  29. Μεγάλε άγνωστε
  30. Ενθύμησες
  31. Ξόδεψα την ψυχή μου
  32. Στα φτερά της ανάμνησης
  33. Επιστρέφω σε σένα
  34. Στον Δάντη
  35. Μάταια μη πασκίζεις
  36. Μάθε
  37. Τι κερδίσαμε;
  38. Στο ποτάμι της ζωής
  39. Τίποτα δικό μας
  40. Όλα θα ξεχαστούν
  41. Στην Αρτέμιδα
  42. Οδήγησε τη ψυχή μου
  43. Σαν ένας ίσκιος
  44. Περσεφόνη λατρευτή
  45. Έλα να περπατήσουμε
  46. Ταξιδευτής
  47. Οίνον πιόντες
  48. Μην αναβάλλεις
  49. Νυκτερινή περιπολία
  50. Φεύγουμε προς μια δύση
  51. Στα ενύπνια μας
  52. Ρέμπραντ
  53. Έφευγα λυπημένος
  54. Τώρα που χάσαμε το τρένο
  55. Στο εργαστήρι μου
  56. Ήσουνα εσύ
  57. Ειδωλοποιός
  58. Μια νύχτα μεθυσμένος
  59. Σαν τους πατατοφάγους
  60. Θα μείνει σαν αντίλαλος
  61. Τα συντρίμμια των ειδώλων μου
  62. Μένουν τα είδωλα
  63. Καλύτερα να φύγω μακριά

Επαίτης

Κάθομαι στους σταθμούς των τρένων
και κοιτάζω
μέσα στα μάτια των περαστικών.
Ένας επαίτης
του απολεσθέντος παραδείσου μου.

Έμειναν οι ψυχές τους

Απομακρύνθηκαν τα σώματα τους
η ζωή τους χώρισε σκληρή
μα έμειναν οι ψυχές τους ενωμένες
με την ανάμνηση των αγγιγμάτων
των ερωτικών
με την πικρή ανάμνηση
των μελαγχολικών βλεμμάτων
και των βουβών αποχαιρετισμών.

Ίσως

Ίσως συναντηθούνε κάποτε οι ψυχές μας
όταν θα απεκδυθούν τούτα τα σώματα.

Μορφές

Μορφές αγνές
που περάσατε φευγάτες
από την ζωή μου
σαν τα πετάγματα των τρυγονιών
μέσα στο σούρουπο
μορφές που δονήσατε
και αφυπνίσατε
την κοιμώμενη ψυχή μου
με όλο τον πόνο
που με ποτίσατε
σας ευγνωμονώ.

Μια νύχτα σε ένα μπάρ

Εκοίταζα θαμπά τα πρόσωπα
μέσα στο ημίφως
οι μουσικές μεθυστικές
τα λάγνα λικνίσματα των κοριτσιών
ανάμεσα στους καπνούς
και τις τρεμοπαίζουσες φωταψίες
εκοίταζα τα πρόσωπα
όπως σ’ ένα όνειρο
και από τα βάθη του
άξαφνα
αναδύθηκε η υπέροχη μορφή σου.
Έλα θεά της ομορφιάς
βασίλισσα των ενύπνιων
περιπλανήσεων μας
τι θα απογίνουν
οι μικρές φτωχές ζωές μας
χωρίς την έλευση σου
την ουρανοφόρο
χωρίς το βλέμμα σου το ζωηφόρο
και την φερέλπιδα παρουσία σου!

Ύμνος στην Αφροδίτη

Κόκκινος ήλιος, αυγινός
βάφει με τις ακτίδες του
την πέτρα του Ρωμιού
τα αφροστεφή νερά
της θάλασσας μας
και οι γλάροι μυριάδες
φτερουγίζουν γύρω
από την αναδυόμενη μορφή σου
παντάνασσα λατρευτή
πανωραία θεά
γλυκόφθαλμη Αφροδίτη.

Έλα

Φώναξα το όνομα σου
κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό.
Η μορφή σου χαραγμένη
στη συνείδηση της δημιουργίας
εσύ που στάθηκες κοντά μου
αυγής γλυκόφωτο και μούσα
στα σκοτεινά ρουμάνια της ζωής
η δύναμη της μεταμόρφωσης
των πραγμάτων
ανάλλακτη μέσα στις άπειρες
ανακυκλήσεις.
Έλα σε αυτή τη δύσκολη περίσταση
της ζωής μας
οδήγησε τις σκέψεις
και τα όνειρα μας
να μην αφήσουμε τον Άδη
τον σκοτοσκεπή
να κατατροπώσει
τα ουράνια πεπρωμένα μας.

Άκουσα τη φωνή σου

Άκουσα τη φωνή σου
μέσα στις αχανείς εκτάσεις
του αεικίνητου πελάγους
άκουσα τη φωνή σου, μακρινή
και αναταράχθηκε
η κοιμώμενη ψυχή μου.

Περίμενα

Περίμενα τόσα χρόνια να γυρίσεις
ρωτούσα τ’ αφρισμένα κύματα
τους αυγινούς ανέμους
του πελάγου
ολονυκτίες αμέτρητες
κάτω από τα άστρα.
Υπέρλαμπρε Σείριε
τόσο πολύ κουβέντιασα
με την ζωή ολούθε μου
την απειρόμορφη
που απορρόφησε τη ψυχή μου
πλάση παντάνασσα
η μεγάλη μου πατρίδα.

Αρχόντισσα

Σε αναζητούσα στους ουρανούς
ύστερα από τόσο πόνο
έτσι σε έπλασε η ψυχή μου
αρχόντισσα λαμπρή
των μεγάλων οραμάτων της.

Αναστηθείτε

Αυγές ροδόχρομες
και νύχτες αστροφόρες
που περιθάλψατε τις πληγές μου.
Οινοχόοι,
οινοχόοι κισσοστεφείς
γλυκό κρασί
γεμίστε τα ποτήρια μας
τα φώτα
οι μουσικές
χορεύτριες
με τα λιγνά σας πόδια
και σύ
παραπονιάρικο λαγούτο μου
αύρες της πρώτης άνοιξης
διθύραμβοι
της πρώτης μας αγάπης
σκιές μιας μνήμης μακρινής
αναστηθείτε.

Ύμνος στην Κύπριδα

Έκανε κύκλους το νερό
γύρω απ’ τα βότσαλα
ακοίμητη ψυχή
που ταξιδεύεις
πάνω στα λευκά φτερά
των διαβατάρικων γλάρων
ήσουνα εδώ
αμέριμνη
ομορφιά αναδυόμενη
μέσα από τους αφρούς
των πρασινογάλανων υδάτων
ένας ανάλαφρος
άνθινος βηματισμός στους λόφους
και στα περιγιάλια της πατρίδος
ήσουνα εδώ
απλή, λιτή
σαν μια πνοή αυγινή
μες στα φυλλώματα των ευκαλύπτων
ήσουνα εδώ
στις καθημερινές κουβέντες
των ψαράδων
αγέρας ανοιξιάτικος
μέσα στους κάμπους μας
και στα όνειρα μας
νύμφη λαμπαδηφόρα
στους νυκτερινούς
κυάνιους ουρανούς μας
κόρη Παφίτισσα
Κύπριδα λατρευτή
με τα μεγάλα μαύρα μάτια
και εμείς σε ψάχναμε
στα παραμύθια
έξω από τούτα τα άγια πράγματα
και αφήσαμε τα ιερά σου
να ερημώσουν
και να πετρώσουν οι μνήμες μας
ω μεγάθυμη αφρογέννητη θεά
δέξου τούτο το λευκό
της πρώτης άνοιξης λουλούδι
δακρύζουσα
η λάτρισσα καρδιά μου
το αποθέτει
στους λιθόκτιστους βωμούς σου.
Έχω μια θλίψη στη ψυχή
πλάνητας
τόσα χρόνια μακριά σου
δίχως το άγγιγμα της αγάπης σου
το σελάγισμα
της ανθοφόρας ματιάς σου
ένα θροίζον ανέμισμα
του ιριδόχρωμου χιτώνα σου
μέσα στον αυγινό ουρανό
η απροσμέτρητη χαρά μου.

Μύριζε γιασεμί

Μύριζε γιασεμί
το μεσημέρι μας
μέσα στα μάτια μας
τα χελιδόνια
κελάιδηζαν μιαν άνοιξη
λησμονημένη.

Νόμιζε

Νόμιζε πως θα με κρατούσε
για πάντα στο όμορφο νησί της
σκλάβο στα λάγνα της φιλιά
η ξελογιάστρα Κίρκη.

Για μια συνάντηση

Πήγαινες
να συναντήσεις
ψυχή
τη δύναμη
που σε αφύπνισε
από τον λήθαργο.
Γαλήνη
εκτεινόμενη
στον ουρανό.
Πήγαινες ω ψυχή
να ανταμώσεις
την θεϊκή μορφή
που σου συμπαραστάθηκε
διαβαίνοντας την κόλαση
τις φοβερές φουρτούνες της ζωής.

Η θύμηση σου

Η θύμηση σου με λογχίζει
δεν ζω πια στο παρόν.
Περπατώ
με την ανάμνηση σου
καρφωμένη
στη καρδιά.

Ξημερώνει

Ξημερώνει.
Κόκκινο φως στον ορίζοντα.
Φεύγω μακριά σου
με μιαν απέραντη ερημιά
μες στη καρδιά.

Θηρευτές της ηδονής

Ήταν ηλιόλουστο το μεσημέρι μας
όταν συναντηθήκαμε.
Η πνοή της άνοιξης η πρώτη
στα κλαδιά της μυγδαλιάς.
Είχες λυμένα τα πυρρόξανθα μαλλιά
στα χείλη σου της θάλασσας την άρμη
και ένα χιτώνα θαλασσί
που τον ανέμιζαν
οι γλυκόπνοες αύρες
σαν μια παρθένα
που δραπέτευσε
από τους πίνακες του Μποτιτσέλι.
Κινούμενες βαφές των υδάτων
ανάμεσα στις ηδονικές φωνές
των αναδυόμενων Νηρηίδων.
Νέφος βαρύ
να μην διαβεί απ τον ουρανό μας
σκιά μην πέσει στην καρδιά μας
τόσο πολύ υποφέραμε
αυτά τα χρόνια
Επικούρειοι
θηρευτές της ηδονής.

Είχα ένα φως

Είχα ένα φως να σου χαρίσω
φερμένο από τις ρόδινες αυγές μας
σε ένα περίπατο
στην ακροθαλασσιά της Αμαθούντας
με τον φλοίσβο
να ηχεί στα σωθικά μας
και τα λευκά
ιχνογραφήματα των γλάρων
στον ανέφελο ουρανό μας
είχα ένα φως.

Φύλαξα την ανάμνηση

Πέρασα αυτούς τους δύσκολους καιρούς
με την ψευδαίσθηση σου.
Φύλαξα την ανάμνηση της άνοιξης
μέσα σε μυριάδες φθινόπωρα.
Τώρα αργά αργά καταλαβαίνω
κορμός δρυός
που του ξηράθηκαν οι κλώνοι
βαθιές ρωγμές
η δύναμη η τιτανική της ρίζας
να κρατηθεί μέσα στο χώμα
και τα λιογέρματα
διαβαίνουνε σμήνη κοράκια
τρομάζοντας τον ουρανό μας.

Ήπια και μέθυσα

Ήθελα να απομείνω μοναχός
σπαρακτικά να κλάψω
στην ερημιά της περηφάνιας μου.
Είχα χιλιάδες χρόνια να σε δω.
Ήπια και μέθυσα
και δόξασα τον ουρανό.

Περπατούσαμε αντάμα

Θυμάσαι
περπατούσαμε αντάμα.
Άνθη της κερασιάς στο πρόσωπο σου
στα ανεμίζοντα μαλλιά.
Βούιζε μανιασμένο το ποτάμι
ανάμεσα στις γιγάντιες
ρίζες των ιτιών
με τις πρασινωπές νευρώσεις.
Κυμματοπάλλονταν μες τις καρδιές μας
το κελάηδημα χιλιάδων αηδονιών.
Οι αψίδες του ουρανού κατάφωτες
διάσπαρτα γρανιτένια βράχια
σφηνωμένα
σαν από χέρι οργής στη γη
σημάδια μιας σύγκρουσης τιτανικής.
Κοιταζόμασταν στα μάτια
ως να ήμασταν οι πρώτοι
ερωτευμένοι άνθρωποι
ύστερα από έναν ανελέητο κατακλυσμό.
Δασωμένα γαλαζόχρωμα βουνά
σήκωναν τις κρημνώδεις κορυφές τους
απάνω απ την ομίχλη.
Ο κάμπος μας γεμάτος ζωή
η δύναμη του κισσού
περιτυλιγμένη στα όνειρα μας.
Μια χούφτα χώμα κατακόκκινο
που κλείνει μέσα του
την άβυσσο του μέλλοντος μας.
Δυνάμεις του Νείκους του φοβερού
και της Φιλότητος
που παλεύετε μέσα στο κορμί
και την ψυχή μας
ορθωθείτε
και αναπλάσετε τούτη τη γη.

Προτιμώ

Τι να την κάνω την ευτυχία
των πολλών και καθευδόντων;
Προτιμώ την ερημιά μου
και την σπαρακτική συνείδηση
της δημιουργίας.

Άδεια η ζωή

Πώς να περάσουμε
την νύκτα μας
την νύκτα αυτή την παγερή
χωρίς κρασί.
Άδεια η ζωή δίχως τα μάτια σου
Νεοβούλη
πόσο σε νοιώθω Αρχίλοχε.

Ανέβηκε η ψυχή μου

Μέσα απ αυτόν τον έρωτα
ανέβηκε η ψυχή μου
στην αρχετυπική συνείδηση
της δημιουργίας.
Θεάθηκε το κάλλος
το άφθαρτο.

Το τρένο έφευγε

Το τρένο έφευγε σφυρίζοντας
εχάνονταν
μέσα στο νύχτωμα του τούνελ.
Εκοίταζα τα μάτια σου
ήθελα να απλώσω στο κενό τα χέρια μου
να σκορπίσω τη ψυχή μου.

Ανθισμένες μυγδαλιές

Ανθισμένες μυγδαλιές.
Άνοιξε το παράθυρο σου
πονεμένη ψυχή
και δέξου τούτο το λευκό
εμβατήριο της ζωής.

Την άκουγα την Διοτίμα

Την άκουγα την Διοτίμα
με θαυμασμό.
Απ τον βωμό
ανέβαινε ο καπνός
προς τους θεούς
όμως δεν μπόρεσα
το ομολογώ
να λησμονήσω την μορφή σου
την χωμάτινη μορφή σου
την φθαρτή
την απείρως ερωτική.

Μεγάλε άγνωστε

Θέλησα να γνωρίσω
τα άχραντα μυστικά σου
μεγάλε άγνωστε
μέσα απ αυτήν την εμπειρία
την συγκλονιστική, την φλογώδη
να διεισδύσω
στην υπερχρονική
συνείδηση της δημιουργίας.

Ενθύμησες

Θα μείνουν μέσα στις θολές
μισοσβησμένες εικόνες της ψυχής μου
ενθύμησες ιερές
τα μελαγχολικά σου μάτια
καθώς αποχωρίζονταν τα σώματα
και χώριζαν για πάντα πια
οι ζωές μας.

Ξόδεψα την ψυχή μου

Γύρεψα παρηγοριά
μέσα στα κύματα
στους παγερούς ανέμους
στα νύχτια κελαηδήματα
στις ορθρινές αχτίδες.
Τόσο πολύ ταξίδεψα
ξόδεψα την ψυχή μου
μέσα στο σύμπαν.

Στα φτερά της ανάμνησης

Θα σε ανασύρει από τον θάνατο
η φλογώδης ψυχή μου
στα λευκά φτερά
της ανάμνησης.

Επιστρέφω σε σένα

Έχω κατανοήσει
πως τίποτα δεν μου ανήκει.
Επιστρέφω σε σένα
παμμήτηρα Φύση
ότι μου δώρισες.
Το σώμα το εύθραυστο
και την αείζωη
θλιμμένη ψυχή μου.

Στον Δάντη

Ίσως αν γνώριζες την Βεατρίκη
μεγάλε Δάντη
να γευόσουν τον επίγειο παράδεισο
και εμείς θα μέναμε
σε πιο πυκνά σκοτάδια
δίχως το φως της κόλασης σου.
Ένα φάντασμα ακολούθησες
ένα πλάνεμα θεϊκό
και μας ανέβασες στον ουρανό.

Μάταια μη πασκίζεις

Πρέπει να πάρεις τις αποφάσεις σου
μάταια μη πασκίζεις
να απεκδυθείς
τον σαρκοβόρο χιτώνα
της θλίψης σου.

Μάθε

Μάθε να κοιτάζεις κατάματα
τις ζωτικές σου ψευδαισθήσεις.

Τι κερδίσαμε;

Μείναμε σ’ όλη μας τη ζωή
δεμένοι στο κατάρτι
της αλήθειας μας
και αφήσαμε την μαγευτική
ψευδαίσθηση
να καταποντιστεί.
Μπορείτε να μου πείτε
τι κερδίσαμε;

Στο ποτάμι της ζωής

Έφερε το ποτάμι της ζωής
θολά νερά
πέτρες και λάσπες
κορμούς γιγάντιους
εκριζωμένων επιθυμιών
ελπίδων οραμάτων
συντρίμμια από αλλεπάλληλους
κατακλυσμούς
και σκέπασε για πάντα
τις υπέροχες ενθύμησες μας.

Τίποτα δικό μας

Μάθε πως τίποτα
δεν έχουμε δικό μας.
Ένα κομμάτι
του άσβεστου πυρός
είσαι ψυχή
που μάχεται να θραύσει
την συνείδηση του εγώ
και να ξαναγυρίσει στον ουρανό.

Όλα θα ξεχαστούν

Όλα θα ξεχαστούν
θα γίνουν παρελθόν
όσα μας πίκραναν
και θα περισυλλέξουν οι ψυχές
από τις σκόρπιες αναμνήσεις τους
τις άφθαρτες εικόνες
της αγάπης.

Στην Αρτέμιδα

Ήσουνα μέσα στο βάθος της ψυχής μου
νόμος υπέρτατος
αειπάρθενη θεά
με τις πανσέληνες νύχτες
ν’ αντιφεγγίζουν
στους ανεμισμένους χιτώνες σου.
Ω μάτια καστανόχρωμα
που περιπολείτε φωτοβόλα
στους απέραντους ουρανούς
κόρη νυκτοπορούσα
στις αϋπνίες των βουερών δασών
τοξοβόλος Αρτέμιδα.

Οδήγησε τη ψυχή μου

Έχω κάποια τραγούδια
να σου προσφέρω
αρμυρισμένα απ τις πνοές
τις αυγινές της θάλασσας
άνθη μυρίπνοα
που περισυνέλεξα
από τους απριλιάτικους ανασασμούς
της άνοιξης.
Οδήγησε την ψυχή μου
ωραιόφθαλμη Κύπριδα
από την άβυσσο έρχομαι του μέλλοντος
και ψάχνω ανάμεσα στα συντρίμμια
τους μαρμάρινους βωμούς σου.

Σαν ένας ίσκιος

Εγύρευα τα μάτια σου
μέσα στα φώτα της γιορτής
σαν ένας ίσκιος
που τον φέρνει
ομπρός της η ψυχή μου
θλίψη παντοτινή.

Περσεφόνη λατρευτή

Πέρασα τούτο τον χειμώνα
τριγυρίζοντας τα ερείπια των ναών σου
έζησα με την ελπίδα του γυρισμού σου
Περσεφόνη λατρευτή
φυλάττοντας αλώβητη
την ιδεώδη μορφή σου
στην περίλυπη ψυχή μου.

Έλα να περπατήσουμε

Άνοιξε την ψυχή σου
μέσα στο άπειρο
και έλα να περπατήσουμε
στη σιγαλιά της νύκτας
περιβεβλημένοι τον διάκοσμο
τον πάμφωτο
της ποιήσεως
και της ελευθερίας.

Ταξιδευτής

Είχα κάμποσα χρόνια να σε δω
ωραία μορφή
με κείνα τα μεγάλα
λαμπερά σου μάτια.
Ταξιδευτής σε όλη τη γη.
Όχλος πολύς συνωστιζόταν
εκείνο το πρωί
στις λιθόστρωτες οδούς
της Ιερουσαλήμ.
Σαν τι μεγάλο μπορεί να γεννηθεί
μέσα από τούτο το βουητό;
Αυτό που θέλεις ώ ψυχή
θα το αποκτήσεις.
Ακόμα και ύστερα απ τον θάνατο
θα μείνει αυτός ο πόθος
ο εσώτερος, ο άσβεστος
που μας εμφύσηξε
ο θείος έρως.
Μια μαχαιριά βαθιά
η θλίψη στη ζωή μου.
Ω φως του ήλιου
υπέρλαμπρο
να με έπαιρνες
κάποιαν αυγή πυρρόχρωμη
μες στις ιλιγγιώδεις
αντανακλάσεις σου.
Ποιος είναι αυτός
με την ψευδή πορφύρα
περίγελο στα χέρια των Εβραίων!
Σε αναζητούσα
μυστική μου ροδαυγή
σε αυτόν τον όχλο ανάμεσα
τον άπονο και ανόσιο.
Κάποια βιτρίνα θα στολίζεις ίσως
την βιτρίνα της ζωής κάποιου τελώνη
η Φαρισαίου.
Μα ποιος είναι αυτός ο ξένος
που με πόνο ουρανομήκη
σηκώνει τον σταυρό;
Τι με κοιτάζεις άγνωστε
και μου λογχίζεις την ψυχή!
ένας ποιητής είμαι
άσημος
θνητός
ερωτευμένος την αιωνιότητα.

Οίνον πιόντες

Ήρθαμε και εμείς να ξέρεις
στη γιορτή σου
όμως μας έδιωξαν οι μπράβοι σου
μόλις μας είδανε με αυτές τις ταπεινές
λαϊκές ενδυμασίες.
Και έτσι απομείνατε
χωρίς τραγουδιστές και οργανοπαίχτες.
Κι ύστερα ξενυχτίσαμε
στα καπηλειά τούτης της πόλης
άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους
και περπατήσαμε
στα δρομάκια της τα χαλικόστρωτα
παίζοντας τα βιολιά
και τα λαγούτα μας
όπως οι πρώτοι οίνον πιόντες
Βακχευτές, ονειροπόλοι.

Μην αναβάλλεις

Και όμως μπορεί
κανείς δεν ξέρει
ύστερα από όλα αυτά
τα απατηλά ονειροπολήματα
να ίσταται το τίποτα.
Για αυτό μην αναβάλλεις.

Νυκτερινή περιπολία

Πλανιόταν ένα φως παράξενο
μέσα στη νύχτα
και περιλούζονταν όλα τα πράγματα
από την αναγεννητική λαμπρότητα
της αντανάκλασης του έναστρου ουρανού.
Μπροστά πηγαίνανε
οι βιολιστές και οι λαγουτάρηδες
ανάμεσα σε ένα τσούρμο
παιδιών που χόρευαν και τραγουδούσαν
διθυράμβους στο Διόνυσο.
Άνοιγαν διάπλατα τα ξωπόρτια
και πρόβαλλαν οι κοπελιές
με ένα πλατύ χαμόγελο
και μας φιλεύανε γλυκά
και τσίπουρο.
Ένα ξάνοιγμα μέσα στο όνειρο.
Ποτέ δεν αμφέβαλα
πως η ζωή μας είναι μια συνέχεια
από τις εγκαυστικές τοιχογραφίες
του Πολύγνωτου στους Δελφούς
ή από εκείνη την υπέρλαμπρη
την ονειρώδη
νυκτερινή περιπολία του Ρέμπραντ.

Φεύγουμε προς μια δύση

Παίρνει τα λόγια μας ο άνεμος
και η θάλασσα βουερή κυμματοπάλλουσα
σβήνει τα βήματα μας.
φεύγουμε προς μια δύση πορφυρή
προς ένα φως που μας απορροφά
και μας εκμηδενίζει.
Μονάχα η φωνή της Σίβυλλας θα μείνει
αμύριστη ακαλλώπιστη φωνή
να διασχίζει τους αιώνες.

Στα ενύπνια μας

Είπαμε να αφήσουμε τις αναμνήσεις μας
να καταποντιστούν στη λήθη
όμως αυτές ξαναγυρνούν
παλιές βαθιές πληγές
μέσα απ τα ενύπνια μας
και οι μέρες μας περνούν
μέσα στη θλίψη
που καταντήσαμε να συναντιόμαστε
μονάχα στα όνειρα μας.

Ρέμπραντ

Στέκομαι μπρος στο θαύμα
της ζωγραφικής σου Ρέμπραντ.
Το μέγιστον είναι να αγγίξουμε
τα πράγματα και τις ζωές μας
με αυτό το φως το υπέρλαμπρο
με αυτό το ατίμητο
χρυσάφι του ουρανού.

Έφευγα λυπημένος

Έφευγα λυπημένος
κείνο το απόβραδο του Ιούνη.
Η θάλασσα στο βάθος
μελανόχρωμη γαλήνευε
καθώς την άγγιζαν οι αχτίδες.
Ένα φεγγάρι ολόγιομο
στον ασυννέφιαστο ουρανό.
Εκοίταζα το πρόσωπο σου
για ύστερη φορά
ως να ήθελε η ψυχή μου
να κλείσει εντός της την σεπτή
την άχραντη εικόνα σου.
Έφευγα λυπημένος
χωρίς να νοιάζομαι που πηγαίνω
ελκόμενος από τις αχανείς
εκτάσεις της νυκτός.

Τώρα που χάσαμε το τρένο

Τώρα που χάσαμε το τρένο
ας πιούμε
να μεθύσουμε.

Στο εργαστήρι μου

Καλοκαιριάτικο απόγευμα
μονάχος μου ως συνήθως
στο εργαστήρι μου
κάθομαι και κοιτάζω
τα είδωλα μου.
Φτεροκοπήματα βουερά
αλαφιασμένων αναμνήσεων
μικρά ειδώλια
φτιαγμένα από πηλό
άλλα από πορώδη πέτρα
καθώς και ξύλινα
από κορμό βελανιδιάς χιλιόχρονης
μαρμάρινα
αλαβάστρινα
και το δικό σου το είδωλο
χρυσό
ολόρθο σε ένα γιγάντιο
λευκό κοχύλι
σαν την παντάνασσα του έρωτα
την αναδυομένη εκ των κυμάτων.

Ήσουνα εσύ

Ήσουνα εσύ
η πνοή που κίνησε το πνεύμα μου
η μορφή η φευγάτη
η αέρινη μορφή
που ενέπνευσε την φαντασία μου
που πυρπόλησε τη ζωή μου
ήσουνα εσύ.

Ειδωλοποιός

Σε έβαλα δίπλα στο είδωλο σου
ω πόσο ξεγελάστηκα
πόσο υπέρμετρα αυταπατήθηκα
ψευδαίσθηση έξοχη της αγάπης!
Ειδωλοποιός και ειδωλολάτρης.

Μια νύχτα μεθυσμένος

Μια νύχτα γύρισα μεθυσμένος
μπήκα στο απόμακρο
το σιωπηλό εργαστήρι μου
κι άρχισα να συντρίβω
τις αναμνήσεις μου τις ιερές
τα μεγαλοπρεπή μου είδωλα
τα ινδάλματα των επιθυμιών μου
τον κόσμο τούτο
τον διάκοσμο
τον πλάνο
τον πλαστό
και κυριάρχησαν για μια στιγμή
μες στη ζωή μου
τα ξεφωνητά και τα καμώματα
των μπαρόβιων και των πουτάνων.
Άραγε τούτο είναι
το αίσθημα της ελευθερίας;
Άνοιξα το παράθυρο
σαν να ζητιάνευα την ανατολή
άνοιξα το παράθυρο
κι έφτυσα κατά γης
την ύπαρξη μου.

Σαν τους πατατοφάγους

Να μπορούσαμε
να κοιταχτούμε κάποτε
στα μάτια
σαν τους φτωχούς πατατοφάγους
του Βαν Γκογκ.

Θα μείνει σαν αντίλαλος

Θα μείνει σαν αντίλαλος
μες στη ζωή μου
ρίγος ερωτικό
το άγγιγμα σου
τα διό λευκά
στητά βυζάκια σου
με τις κοκκινωπές θηλές τους
σαν ένας βόγκος πελαγίσιος
η φωνή σου
στο αποκορύφωμα της ηδονής.

Τα συντρίμμια των ειδώλων μου

Κάθομαι και κοιτάζω
λυπημένος
τα συντρίμμια των ειδώλων μου
και συλλογίζομαι
πόσον αργά
κατάλαβα το λάθος μου.

Μένουν τα είδωλα

Συμβαίνει κάποτε
να χάνονται οι ζωές
τα πράγματα
οι μορφές που τόσον αγαπήσαμε
να διασκορπίζονται
στην περιδινούμενη
σκόνη του ουρανού
όμως να μένουν τα είδωλα τους
άσβηστα ινδάλματα
χαράγματα ανεξίτηλα
στις ψυχές μας.

Καλύτερα να φύγω μακριά

Καλύτερα να φύγω μακριά
μέσα σε χίλια μίλια λησμονιάς
να σε σκορπίσω ψυχή μου
στο άχραντο ψιθύρισμα
του παγωμένου ανέμου
να σε επιστρέψω ψυχή
στην ερυθρή διαύγεια
του ηλιοβασιλέματος.