Λουκάς Σταύρου
Ζωγράφος, ποιητής, συγγραφέας, ενεργός πολίτης.

Τρόπος και Είναι

Εισαγωγή στην φιλοσοφία του νεολογικού υλοθεϊσμού

Για εισφορές μέσω PayPal: https://paypal.me/lukestavrou.

Περιεχόμενα

  1. Πρόλογος
  2. Εισαγωγή
  3. Α. Πρώτη φιλοσοφία
    1. Προλεγόμενα στη πρόταση 1
    2. Λόγος περί της άγνοιας
      1. Πρώτη πρόταση (εναρκτήρια πρόταση)
        1. Πρόσθετη επεξήγηση στην ενδέκατη διαπίστωση
        2. Σχόλιο 1ο στην 1η πρόταση
        3. Σχόλιο 2ο στην 1η πρόταση
        4. Σχόλιο 3ο στη 1η πρόταση
        5. Σχόλιο 4ο στην 1η πρόταση
        6. Σύνοψη των ιδεών που αναπτύχθηκαν στα 4 σχόλια
        7. Παραγόμενες σκέψεις εκ της δηλοτικότητος των ανωτέρω
        8. Σχόλιο 5ο στη 1η πρόταση
        9. Σχόλιο 6 – επί του ερωτήματος του 5ου σχολίου
        10. Σχόλιο 7ο στη 1η πρόταση
    3. Δεύτερη πρόταση
      1. Σχόλιο 1ο στη δεύτερη πρόταση
      2. Σχόλιο 2ο στη 2η πρόταση
  4. Β. Κοσμολογία ή περί του Είναι
    1. Λόγος περί ταχύτητος
    2. Περί της άπειρης ταχύτητας
    3. Περί ταχύτητος
    4. Περί της δομικής ταχύτητας
    5. Περί της δομικής κίνησης
    6. Περί ταχύτητος συνέχεια
    7. Πρόσθετη επεξήγηση περί κινήσεως
    8. Περί ταχύτητας και φωτός (συνέχεια του προηγουμένου)
    9. Περί Λόγου – άπειρης ταχύτητας
    10. Περί του είναι και γίγνεσθαι
      1. Περί του νοείν και είναι
      2. Περί των κοσμικών γενών
      3. Περί των θεών ως μέρος της κοσμολογίας
        1. Περί της πρώτης και ύστερης φιλοσοφίας
        2. Παραγόμενη σκέψη: περί των θείων ροπών και υποστάσεων
        3. Περί της ονοματοθεσίας των θεών
        4. Περί θεών
        5. Περί νοητικής ύλης και κοσμικής ψυχής
        6. Συμπέρασμα περί του Τρόπου και Είναι
  5. Γ. Δεύτερη φιλοσοφία
    1. Περί της ανθρώπινης ύπαρξης
      1. Περί σώματος
      2. Περί της ψυχής
        1. Παραγόμενη σκέψη (περί ψυχής)
        2. Περί ψυχής συνέχεια
        3. Περί της συνείδησης και ψυχής
        4. Παραγόμενη σκέψη: Περί της ύπαρξης και του θανάτου / περί της μοίρας της ψυχής
    2. Περί ήθους της ηθικής και της αρετής
      1. Παραγόμενη σκέψη: περί της ηθικής και της αρετής
      2. Περί ηθικής
      3. Συμπεράσματα
    3. Πολιτειολογία ή περί αρμονικής πολιτείας
      1. Περί της ουσίας της φιλοσοφίας
      2. Περί της πορείας προς την αλήθεια και του κοινωνικού της νοήματος
      3. Περί αρμονικής πολιτείας
    4. Περί της εργασίας και του μικρού και μεγάλου διάκοσμου
    5. Περί της εμβίωσης του ωραίου και της τέχνης
    6. Περί θρησκείας
  6. Δ. Γενικά συμπεράσματα και αποφθέγματα
    1. Συμπέρασμα 1
    2. Συμπέρασμα 2
    3. Συμπέρασμα 3
    4. Συμπέρασμα 4
    5. Συμπέρασμα 5
    6. Συμπέρασμα 6
    7. Συμπέρασμα 7
    8. Συμπέρασμα 8
    9. Συμπέρασμα 9
    10. Συμπέρασμα 10
    11. Συμπέρασμα 11
    12. Συμπέρασμα 12
    13. Συμπέρασμα 13
    14. Συμπέρασμα 14
    15. Συμπέρασμα 15
    16. Συμπέρασμα 16
    17. Συμπέρασμα 17
    18. Συμπέρασμα 18
    19. Συμπέρασμα 19
    20. Συμπέρασμα 20
    21. Συμπέρασμα 21
    22. Συμπέρασμα 22
    23. Συμπέρασμα 23
    24. Συμπέρασμα 24
    25. Συμπέρασμα 25
    26. Συμπέρασμα 26
    27. Συμπέρασμα 27
    28. Συμπέρασμα 28
    29. Συμπέρασμα 29
    30. Συμπέρασμα 30
    31. Συμπέρασμα 31
    32. Συμπέρασμα 32
    33. Συμπέρασμα 33
    34. Συμπέρασμα 34
    35. Συμπέρασμα 35
    36. Συμπέρασμα 36
    37. Συμπέρασμα 37
    38. Συμπέρασμα 38
  7. Έπιλογος

Πρόλογος

Στο έργο αυτό καταγράφεται ένας νέος τρόπος του νοείν που ανταποκρίνεται κατά την κρίση μου ευκρινέστερα στο τρόπο με τον οποίο διέπεται το γίγνεσθαι—είναι εκ της εμφάνειας του οποίου εξάγεται.

Θεωρώ πως ο νέος Λόγος–Τρόπος αποτελεί ένα βήμα μπροστά στην εξέλιξη της σκέψης και συμπληρώνει τα κενά της επιφατικής λογικής, τυπικής και διαλεκτικής, που συνέβαλλαν στο να βλέπουμε τα πράγματα κατά ένα τρόπο ελλειπή και ενίοτε παραμορφωτικό.

Συνεπώς από τον νέο Λόγο–Τρόπο αναδύεται μια άλλη κοσμολογική εικόνα ή παράσταση ή εννόηση του Είναι που ενισχύει ακόμα περισσότερο την αρχή της σχέσης ανάμεσα στο Τρόπο και το Είναι, εισάγοντας επιπρόσθετα την εξέλιξη στο τρόπο του νοείν μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, ενάντια σε κάθε δογματική θεώρηση που ορίζει την λογική ως ένα δοσμένο και τετελεσμένο όργανο από καταβολής κόσμου.

Ο κόσμος μας είναι ο διάκοσμος του τρόπου ο οποίος υπόκειται σε αναθεώρηση και εξέλιξη, που σημαίνει πως αναφερόμαστε σε ένα ιστορικό σκεπτικισμό που δημιουργεί την ελπίδα πως είναι δυνατή η ευκρινέστερη προσέγγιση του πραγματικού ως νοητή παράσταση μέσα από την βελτίωση του τρόπου του νοείν τα πράγματα—κατά παρακολούθηση των πραγμάτων και όχι κατ’ αυθαίρετη νοητική παραγωγή.

Όσο απομακρυνόμαστε από την σχέση του νοείν με τα πράγματα ή ακόμα χειρότερο όσο απομακρυνόμαστε από το νοείν και τον έλλογο τρόπο, τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε στο ψευδόκοσμο των αυθαίρετων παραστάσεων.

Το παρόν έργο αποτελεί εισαγωγή στην φιλοσοφία του Νεολογικού Υλοθεϊσμού και άνοιγμα σε μια νέα παράσταση του κόσμου.

Για την συγγραφή του έργου ακολούθησα την πορεία της φιλοσοφικής έρευνας που εκκινεί από τα παροντικά δεδομένα της συνείδησης, προχωρά στην έρευνα περί του τρόπου και εξικνείται από την επίφαση των αισθήσεων στο ουσιώδες βάθος του Είναι.

Θεώρησα την τροπολογία ως πρώτη φιλοσοφία χωρίς την οποία η πρόσβαση στο ον είναι αδύνατη. Διά της τροπολογίας προχώρησα στην θέαση του Κόσμου, δηλαδή σε ζητήματα κοσμολογικά που αφορούν την ουσία ως πρωταρχική κατάσταση εκ της οποίας εκδηλώνεται το αιώνιο γίγνεσθαι και αποκαλύπτεται στη συνείδηση η πολυκοσμογενετική μορφή του.

Συνέχισα την συγγραφή αναφερόμενος στους θεούς και την αέναη θεογονία προσθέτοντας συμβατές σκέψεις και αρχές περί της ανθρώπινης ύπαρξης, περί της ψυχής και περί του πρακτικού λόγου που περιλαμβάνει την ηθική δράση, την πολιτειακή, την καλλιτεχνική, την επιστημονική.

Τέλος προσέθεσα κάποια συμπεράσματα και αποφθέγματα που παράγονται από τις πρότερες σκέψεις και αναφορές και βοηθούν στην βαθύτερη και πληρέστερη κατανόηση τους.

Το έργο τούτο στο σύνολο του αποτελεί τόπο εκκίνησης για νοητικά ταξίδια που φτάνουν στο άπειρο και σημείο αναφοράς για περαιτέρω ανάπτυξη, επέκταση και διείσδυση της γνωρίζουσας νόησης και της δημιουργικής βούλησης στο Γίγνεσθαι–Είναι.

Διότι από το νοείν απορρέει ο σκοπός και το έργο της δημιουργικής βούλησης. Όπου η γνωρίζουσα νόηση μεταβάλλεται σε δημιουργική αρχή του μικρού ανθρώπινου διακόσμου μέσα στο μεγάλο διάκοσμο της γενεσιουργού νοήσεως και των θεών.

Από την τροπολογία μεταβαίνουμε κατ’ ανάγκη ή κατά ακολουθία στην οντολογία του είναι και στη συνέχεια εμβαθύνουμε στην θεογονία, στην ψυχογνωσία–ψυχολογία (λόγος περί ψυχής), στην ηθική ως εναρμόνιση της πράξης με τη γνώση (πρακτικός λόγος), στην πολιτειολογία και τελειώνουμε το έργο με τα συμπληρωματικά συμπεράσματα και αποφθέγματα. Κάποιες επαναλήψεις που θα παρατηρήσει ο αναγνώστης στη ροή του λόγου τέθηκαν έτσι ώστε να συμβάλουν στην ολοκλήρωση και μερική αυτοτέλεια των αποσπασμάτων προς ευκολότερη κατανόηση τους και συσχέτιση τους με το όλον.

Εισαγωγή

Οι περιστάσεις του βίου μπορούν να μας οδηγήσουν στη φιλοσοφία χωρίς όμως αυτές οι περιστάσεις ή γενικά τα εξωτερικά αίτια να αποτελούν την αιτία της φιλοσοφικής αναζήτησης.

Η φιλοσοφία μπορεί να τεθεί σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχει φιλοσοφική καλλιέργεια και παράδοση όπως στην αρχαία Αθήνα, μα μπορεί επίσης να τεθεί και σε περιβάλλον εχθρικό προς την φιλοσοφία ή ακόμα και αδιάφορο προς αυτή.

Θεωρώ πως αίτιο της φιλοσοφικής βούλησης που δεν εξαντλείται σε μια ρηχή αναζήτηση ή παροδική περιέργεια αλλά που εκδηλώνεται σαν ένα ηφαίστειο εν ενεργεία, είναι η βούληση της δυνάμεως που συνειδητοποιείται ως βούληση του αυτεξούσιου και της αυτονομίας της ύπαρξης.

Μια απροσδιόριστη βούληση της δυνάμεως, της εξουσίας και της κυριαρχίας που μας φέρνει σε άμεση σχέση με το αντικείμενο αυτής της βούλησης που είναι η προσπίπτουσα στην άμεση αντίληψη πραγματικότητα, κάνει να αναδυθεί η βούληση του ειδέναι ως εργαλείου κυριαρχίας και δυνάμεως.

Όμως από την στιγμή που αναδυθεί αυτή η βούληση επέρχεται μια ριζική αλλαγή στη συνείδηση. Η αλλαγή αυτή επέρχεται μέσα από αδυσώπητα ερωτήματα και απορίες που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα θεμελιώδη ερωτήματα περί του τι είναι το πραγματικό και τι το υποκείμενο που ερωτά περί αυτού και ποίο το νόημα της ύπαρξης αμφοτέρων.

Η ανάδυση της φιλοσοφικής βούλησης είναι ένα συμβάν υπέρβασης αυτής τούτης της εγωκεντρικής βούλησης της δυνάμεως. Διότι η βούληση του ειδέναι καθεαυτή φέρει εντός της ένα ανώτερο σκοπό που είναι η γνώση και όχι μια δύναμη ακαθόριστη και προσδιορισμένη από το ένστικτο και την αντιπαλότητα της ζωής.

Ουσία αυτής της σκέψης είναι πως η βούληση του ειδέναι δεν είναι απορρέον εξωτερικών συμβάντων αλλά εκπηγάζει από το βάθος της ύπαρξης ως συμβάν ελευθερίας εκ του οποίου καθίσταται δυνατός ο αυτοπροσδιορισμός της ύπαρξης και η αξιολόγηση της χωρίς κανένα καταναγκασμό έσωθεν ή έξωθεν προερχόμενο.

Η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου εμφανίζεται στο νοητό ως δυνατότητα και δύναμη ελευθερίας και υπέρβασης και εξουσίασης κατά συνέπεια των ενστικτωδών ροπών.

Η ανάδυση της φιλοσοφικής συνείδησης είναι ένα συμβάν ελευθερίας και διάνοιξης του όντος μέσα από το φιλοσοφικό ηθικό υποκείμενο.

Α. Πρώτη φιλοσοφία

Η πρώτη φιλοσοφία εξετάζει τη δυνατότητα και τα θεμέλια της γνώσης. Ερευνά τον τρόπο και το όργανο που μετέρχεται η βούληση του ειδέναι για να πραγματοποιήσει τον στόχο της και να προστατευθεί από την αυθαιρεσία και την πλάνη ή ακόμα και από το εκούσιο ψεύδος ή από κάθε εξωτερικό ή κοινωνικό καταναγκασμό. Η πρώτη φιλοσοφία εδραιώνει το γνωρίζων υποκείμενο και την έμφυτη ελευθερία του να βούλεται την γνώση και την αλήθεια και να αποποιείται και απεκβάλλει το ψέμα και την πλάνη.

Προλεγόμενα στη πρόταση 1

Η πρώτη συνείδηση του ανθρώπου είναι η συνείδηση της επιθυμίας και της βούλησης. Συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τον εαυτό του ως επιθυμία. Μέσα από την επιθυμία έρχεται σε επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο και τον κόσμο των αισθήσεων. Ένα βήμα πιο πέρα η διασπαρμένη ταυτότητα γίνεται βούληση της δυνάμεως που μας εμπλέκει μέσα στους κύκλους της ζωής και ένα ακόμα βήμα γίνεται απορία περί του νοήματος αυτής τούτης της ύπαρξης και του περιέχοντος όντος και της ζωής εν γένει. Ο άνθρωπος από τη στιγμή που θα απορήσει ενώπιον του εαυτού του για το νόημα της ίδιας του της ύπαρξης παύει να ενεργεί ή να είναι ένα ετερόνομο μηχανικώς κινούμενο όν υπό την πίεση και την ορμή των επιθυμιών του.

Η απορία περί του νοήματος συνδέεται άμεσα με την περί του όντος απορία. Τι το όν, τι η ύπαρξη και ποιο το νόημα της; Η απάντηση, αν υπάρχει τέτοια απάντηση, δεν μπορεί να δοθεί στο απορούν υποκείμενο εκ των έξω, δηλαδή από την γνώμη της κοινωνίας, από την θρησκεία, από τα φιλοσοφικά συστήματα. Η απάντηση για να είναι αποδεκτή από το υποκείμενο δέον να είναι αυθεντική, δηλαδή να προέρχεται μέσα από την αυτούσια και αυτοδύναμη έρευνα πάνω στο αντικείμενο και το βάθος της απορίας.

Τούτο σημαίνει πως καμιά παραδεδομένη γνώση ή αλήθεια δεν είναι σε θέση να καλύψει το κενό της αυθεντικής απορίας του υποκειμένου και πως το υποκείμενο είναι υποχρεωμένο να θέσει τον κόσμο υπό αμφισβήτηση και αναδόμηση μέσα από την υποκειμενική έρευνα.

Η αυθεντική έρευνα είναι μια νέα έναρξη του κόσμου.

Ενώπιον της φιλοσοφούσας συνείδησης τίποτα δεν είναι αληθινό και αποδεκτό εάν δεν βεβαιωθεί μέσα από τις δικές της δυνατότητες. Έτσι η παραδεδομένη γνώση ή γνώμη τίθεται υπό διαδικασία αναμόρφωσης και αναδόμησης.

Το σκεπτόμενο υποκείμενο ως νοούσα δύναμη ή ενέργεια συνιστά την αρχή του είναι. Το είναι δεν μπορεί να τεθεί έξω ή χωρίς το νοείν του υποκειμένου.

Ως εκ τούτου το πρώτο ζητούμενο είναι η κατανόηση αυτού τούτου του νοείν ή της νόησης.

Αν το είναι που περιμένουμε να ανατείλει μέσα από την έκπτυξη του νοείν είναι αλληλένδετο με το νοήμων υποκείμενο άλλο τόσο είναι αλληλένδετο με τον τρόπο του νοείν.

Τρόπος και είναι. Τούτο θέτει ως πρώτη δράση της φιλοσοφικής σκέψης την έρευνα περί του τρόπου του νοείν τα πράγματα τα προσπίπτοντα στην άμεση αντίληψη δια της αισθήσεως. Και λέγω νοείν τα πράγματα διότι δεν μπορεί να τεθεί το νοείν χωρίς το τι αυτό νοεί που είναι και το περιεχόμενο του νοείν.

Ας σημειωθεί όμως πως η πρώτη ειλικρινής σημασιολογική απάντηση στις θεμελιώδεις απορίες της συνείδησης είναι το αγνοώ. Αν το υποκείμενο δεν παραδεχτεί και βιώσει την άγνοια με ειλικρίνεια και τόλμη μακράν πάσης παραδεδομένης «αλήθειας», τότε δεν είναι έτοιμο να βαδίσει τον δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της φιλοσοφίας. Δεν μπαίνουμε στο δρόμο της φιλοσοφίας ιππεύοντας τις βεβαιότητες της κοινωνίας, οι πλείστες των οποίων είναι παραστάσεις του φόβου και της στυγερής εξουσίας.

Από την θέληση της δυνάμεως που νοείται ως κατάσταση πραγμάτωσης των επιθυμιών δημιουργούνται κοινωνίες και εντός των κοινωνιών δημιουργούνται ομάδες και φατρίες και τάξεις με κοινά συμφέροντα που προτάσσουν κοινούς σκοπούς και όλοι από κοινού εμπλέκονται στο φοβερό πεδίο της συγκρουσιακής ύπαρξης.

Πάνω στη θέληση της δυνάμεως ορθώνονται «αλήθειες» και πλάθονται ψεύδη συνειδητά και παραστάσεις που εμποτίζουν τους θεσμούς και υπηρετούν την εξουσία ως έκφραση της δυνάμεως.

Στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης εμφωλεύει ένας αρπακτικός και ανελέητος εγωισμός που εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα του συνειδητού και της κοινωνικής ζωής.

Μέσα σε αυτό τον παφλάζοντα ρουν του παραλογισμού και της σύγκρουσης του εγωισμού των ατόμων και των ομάδων και των τάξεων και των λαών ανατέλλει η φιλοσοφική ψυχή ως προσπάθεια υπέρβασης της σκοτεινής θέλησης της δυνάμεως και του εγωισμού που ορίζουν εκ βαθέων την ετερονομία της νόησης. Η φιλοσοφία τίθεται εδώ ως αναζήτηση της αυτονομίας του νοείν πέρα από τις ορμές της ατομικότητος και της κοινωνικής συλλογικότητος. Η αλήθεια για τον φιλόσοφο, δεν μπορεί να είναι μέσον ή εργαλείο δυνάμεως και επιβολής αλλά φανέρωση του είναι διαμέσου του αυτονομημένου νοείν που έχει ήδη απελευθερωθεί από την σκοτεινή φυλακή των ασυνειδήτων ορμών και επιθυμιών επιτρέποντας τους να κινούνται στα επίπεδα εκείνα που υπηρετούν την ύπαρξη χωρίς να εξουσιάζουν το πνεύμα.

Το γνώθι σαυτόν και η αυτοπειθαρχία είναι η πύλη που ανοίγει στο κόσμο της φιλοσοφίας, της γνώσης και του φωτός.

Λόγος περί της άγνοιας

Έχει σημασία να ορίσουμε και αυτοπροσδιορίσουμε ως πρωταρχική βεβαιότητα της συνείδησης που αναδύθηκε εντός της η βούληση του ειδέναι την έννοια και την εμπειρία της άγνοιας.

Η απάντηση στα πρωταρχικά φιλοσοφικά ερωτήματα περί του όντος και του νοήματος είναι η άγνοια.

Η εμβίωση της άγνοιας απελευθερώνει από κάθε παραδεδομένη βεβαιότητα και καθαρίζει τον τόπο, τον πνευματικό χώρο επί του οποίου πρόκειται να ανυψωθεί το είναι και το νόημα του, αν τελεσφορήσει η προσπάθεια. Διότι υπάρχει ευθύς εξ αρχής το ενδεχόμενο της αποτυχίας της φιλοσοφικής προσπάθειας και της καταβύθισης και πάλιν στην εμπειρία της άγνοιας ή της αδυναμίας του υποκειμένου να γνωρίσει το ον, αν όντως υπάρχει αυτό το όν.

Η έννοια της άγνοιας εισάγει στη σκηνή την μουσική υπόκρουση του δράματος στο μονόλογο της ειλικρίνειας της συνείδησης ενώπιον του εαυτού της.

Θέλουμε πράγματι την γνώση ή απλά επιθυμούμε να κλείσουμε το σύστημα και να κλειστούμε εντός του ώστε να νοιώθουμε ασφαλείς; Μπορεί η αναζητούμενη αλήθεια να συνδέεται με την επιθυμία του υποκειμένου για ευτυχία, ασφάλεια, αταραξία, απάθεια, θέωση, τελείωση και όλα τούτα; Η μήπως η βούληση της γνώσης είναι ένα πέταγμα ριψοκίνδυνο στο άγνωστο και την απελπισία; Ωστόσο μέσα από την έννοια της άγνοιας χαράζει η αμυδρή βεβαιότητα της ύπαρξης ή της πραγματικότητας που εκτείνεται μέσα στο σκοτάδι και που η συνείδηση αναζητά τον φωτισμό της, ένα φωτισμό που αξίζει να σημειώσουμε δεν αναμένεται να έρθει από έξω αλλά μέσα από τα βάθη της απορούσας συνείδησης.

Η συνείδηση της άγνοιας μας βεβαιώνει επίσης πως η ύπαρξη προηγείται της κατανόησης της από το υποκείμενο που είναι ο άνθρωπος ως γνωρίζουσα συνείδηση. Η πραγματικότητα ως εμφάνεια και ουσία—βάθος προηγείται της ανθρώπινης ύπαρξης και της εικόνας που αναφύεται στη συνείδηση μας.

Η έννοια της άγνοιας εισάγει στη συνείδηση το πραγματικό και την εικόνα αυτού ως δύο διαφορετικά μεγέθη που δεν ταυτίζονται.

Έτσι μέσα από την έννοια της άγνοιας τίθεται ο σκοπός της γνώσης του πραγματικού και όχι της δόμησης ενός ψευδόκοσμου.

Με γνώση εννοούμε την ανάδυση του πραγματικού στη συνείδηση. Αλλά επειδή το νοείν δεν ταυτίζεται με το είναι τότε εκείνο που αναζητούμε είναι την εννοιακή ανταπόκριση στο πραγματικό.

Αν ορίσουμε την αλήθεια ως ταύτιση του νοείν και του είναι στην ολότητα του, τότε η αλήθεια είναι απρόσιτη στην ανθρώπινη νοητικότητα και προσιτή μόνον η κατά ανταπόκριση γνώση.

Ανάμεσα στη γνώση και την αλήθεια υπάρχει αγεφύρωτη άβυσσος.

Ακόμα και εάν εκλάβουμε την πραγματικότητα μέσα από την οποία αναδύονται οι επιθυμίες και η βούληση της δυνάμεως και του ειδέναι ως ένα φαντασιακό συμβάν ή ένα συμβάν του νοητού, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως αυτό το συμβάν προηγείται της νοητικής φώτισης του και αποτελεί το πεδίο της συνειδησιακής αναζήτησης.

Είμαστε μέσα στο ον, περιεχόμενα αυτού του όντος που πασκίζουμε να το γνωρίσουμε και να βιώσουμε το νόημα του ή να δώσουμε στην δική μας ύπαρξη ένα νόημα συμβατό με την αντίληψη του όντος.

Αξίζει λοιπόν να κρατήσουμε από την έννοια και εμβίωση της άγνοιας τα κάτωθι: —το ξεκαθάρισμα της συνείδησης από παραδεδομένες βεβαιότητες, —την γνώση ως σκοπό, —το όν ως περιέχον της ύπαρξης του υποκειμένου, —και την νοητική διάνοιξη του όντος ως καθρέφτισμα του στη συνείδηση ως γνωρίζουσα νόηση.

Προκύπτει επίσης από την αρχή της άγνοιας πως η γνώση του πραγματικού δεν αντανακλάται άμεσα στη συνείδηση όπως αντανακλώνται τα πράγματα στο νερό μιας νηνεμούσας λίμνης, αλλά αναδύεται μέσα από νοητικό αγώνα στη νοητική σχέση με τα πράγματα.

Εκείνο που είναι δοσμένο από τη φύση της συνείδησης είναι η δυνατότητα της κατανόησης. Ανάμεσα σε αυτή τη δοσμένη από πριν δυνατότητα και τα πράγματα που προσπίπτουν στη συνείδηση δια της αίσθησης και της εμπειρίας μεσολαβεί η σκέψη.

Η δυνατότητα της κατανόησης είναι αλληλένδετη με την δυνατότητα της ελευθερίας.

Πράγμα που σημαίνει πως το υποκείμενο του βάθους, η υπόσταση της ύπαρξης μας, φέρει εκ των προτέρων την δυνατότητα της κατανόησης και της ελευθερίας που πραγματώνονται ως δυνατότητες αξιολόγησης, κρίσης, απόφασης εκ των οποίων εκπορεύεται βούληση νοητική.

Η νόηση δεν είναι ένας άγραφος χάρτης που απάνω του εγγράφεται η εμπειρία και η αίσθηση αλλά γνώρισμα μιας αυτόνομης υπόστασης.

Συνεπώς με δεδομένο το νοείν ως γνώρισμα της υποστάσεως ανοίγεται εντός αυτού του νοείν ο κόσμος των αισθήσεων και της εσωτερικής εμπειρίας.

Μέσα από την σχέση της υπόστασης με τον κόσμο των αισθήσεων παράγεται η σκέψη ως προϊόν και συμβάν σχέσης.

Όμως η ζωτική σχέση της υπόστασης με τον κόσμο των αισθήσεων συμβαίνει μέσα στην ενότητα αυτής της υπόστασης με το σώμα, ενότητα που αποτελεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Η σκέψη είναι γνώρισμα της ύπαρξης και όχι γνώρισμα της υπόστασης στην οποία ανήκει η βαθύτερη όραση και ενόραση των πραγμάτων.

Με λίγα λόγια η σκέψη τίθεται μέσα στη σχέση της συνείδησης ή νόησης με τον αισθητό κόσμο. Ενώπιον αυτού του κόσμου θα εξετάσουμε στη συνέχεια την ίδια τη σκέψη ως τρόπο του νοείν.

Όμως δεν θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε αυτό το βήμα εάν προηγουμένως δεν επισημαίναμε το υποστασιακό υποκείμενο το προικισμένο με την ελευθερία. Διότι εν τέλει εάν δεν υπήρχε η ελευθερία ως υποστασιακό δεδομένο τότε ουδεμία αξία θα είχε η αναζήτηση της γνώσης και του νοήματος του όντος και της ύπαρξης μας, αλλά μάλλον χωρίς ελευθερία δεν θα ήταν δυνατό να τεθεί οποιοδήποτε ερώτημα και οποιοσδήποτε σκοπός ανεξάρτητος και ανώτερος από την αρπακτικότητα των ορμών και της εγωϊκότητας που τις συνοδεύει. Η αυθεντική αναζήτηση της γνώσης και του νοήματος του όντος είναι πράξη υπέρβασης από κάθε ετερόνομη και εξωτερική αιτιότητα και ανάδυσης του υποστασιακού υποκειμένου.

Εκ των προλεγομένων συνεπώς εξάγεται η πρώτη συμπερασματική πρόταση.

Πρώτη πρόταση (εναρκτήρια πρόταση)

Θεωρώ ως πρωταρχικό δεδομένο του ειδέναι την συνείδηση ενώπιον της πολλαπλότητος των αισθήσεων. Αυτή την πρωταρχική κατάσταση ορίζω ως αφετηρία της αναζήτησης της γνώσης και της αλήθειας.

Αν από την κατ’ αίσθηση πολλαπλότητα ορίσουμε ένα πράγμα ως Α και το απομονώσουμε ή το αφαιρέσουμε με την σκέψη μας από την ολότητα στην οποία είναι τεθειμένο, αναγκαστικά θα οδηγηθούμε σε λανθασμένες σκέψεις και συμπεράσματα.

Το Α είναι αλληλένδετο με παν μη Α. Στη τυπική λογική η απομόνωση του Α απο παν μη Α ονομάζεται αφαίρεση. Στο νέο Λόγο που πρόκειται να αναπτύξω, την επαναφορά ή εμμένεια του Α στο παν μη Α, ονομάζω αναγωγή στην ολότητα.

Το αυτό ισχύει και για το υποκείμενο που σκέφτεται την αισθητή πολλαπλότητα. Ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό να νοηθεί εκτός αυτής της ολότητος ή απέναντι από αυτή. Το σκεπτόμενο υποκείμενο είναι μέρος της αισθητής ολότητος.

Συνεπώς η σκέψη είναι μια κατάσταση, ένα συμβάν μέσα στον αισθητό κόσμο, ένα συμβάν που προκύπτει απο την σχέση του υποκειμένου με το αισθητό αντικείμενο στην ολότητα του. Η σκέψη είναι ένα συμβάν της ύπαρξης που εκτείνεται (η ύπαρξη) πέραν του σκεπτόμενου υποκειμένου.

Πρωταρχική κατάσταση της ύπαρξης που δίδεται ή προσπίπτει στη συνείδηση είναι ο αισθητός κόσμος.

Εξ αυτού η ύπαρξη του υποκειμένου προσδιορίζεται ως κοινωνία δια του σώματος με την αισθητή πολλαπλότητα και ολότητα, εκ της οποίας κοινωνίας αναδύεται η ορμή, η επιθυμία, η βούληση, η σκέψη.

Το υποκείμενο δεν μπορεί να τεθεί ή να νοηθεί εκτός της αισθητής πραγματικότητος και ανεξάρτητα απο αυτή, τουλάχιστο στη παροντική σώματο-συνειδησιακή του κατάσταση. Ώστε ούτε η ορμή ούτε η σκέψη έχουν αυτοτελή αρχή αλλά αποτελούν μορφές κίνησης μέσα στην καθολικότητα της ύπαρξης αλληλένδετες με την κίνηση εν γένει και τις επιδράσεις αυτής πάνω στα επιμέρους όντα. Όπου δηλαδή το Α δέχεται αλληλεπίδραση με παν μη Α.

Από την αλληλεπίδραση αυτή προκύπτει η ανάπτυξη Α και παν μη Α ως ένα γεγονός της κίνησης και ως τέτοια εννοείται ως μεταβολή και διαφοροποίηση μορφογενετική.

Αυτή τη μορφογενετική μορφή κίνησης αντιδιαστέλλουμε με την εις χώρο μετατόπιση των σωμάτων ή πραγμάτων.

Η σχέση του Α με παν μη Α είναι σχέση μορφογενετική, κινητική και μορφοποιητική. Τουτέστιν η σχέση Α με παν μη Α αποκαλύπτει μιαν αδιάκοπη διαφοροποίηση της ολότητος, Α και παν μη Α.

Το Α τίθεται σε συνεχή διαφοροποίηση, ομοίως και το παν μη Α.

Συνεπώς η ταυτότητα του Α δεν διαχωρίζεται απο την μορφοποιητική, μορφογενετική διαφοροποίηση του μέσα στο χρόνο του. Ο χρόνος για το Α είναι η ροή της διαφοροποίησης του. Μια πέτρα για παράδειγμα ευρίσκεται σε διαφορετική χρονική κατάσταση μεταλλαγής απο ένα άνθος. Κάθε μορφή μέσα στην αισθητή ολότητα χαρακτηρίζεται απο μια συγκεκριμένη ταχύτητα διαφοροποίησης που την διαφοροποιεί με κάθε άλλη.

Το ουσιώδες όμως είναι πως η ταυτότητα περί της οποίας μιλούμε, για κάθε ον, είναι συνεχώς διαφοροποιούμενη. Το Α μεταβαίνει σε Α1, Α2 και ούτω καθεξής.

Οπότε αν το “σταματήσουμε” στο σημείο Α1 για να περιγράψουμε την ταυτότητα του, σφάλουμε, διότι το Α1 μέσα στην πραγματικότητα του έχει ήδη μεταβεί σε Α2, Α3 και λοιπά. Εξ αυτού νοείται η γένεση και η φθορά ως προκύπτον συμβάν εντός της ολότητος και εντός της σχέσης Α με παν μη Α.

Κάθε Α απορρέει απο παν μη Α έχοντας εντός του παν μη Α τα γενεσιουργά ριζώματα του. Δεν νοείται με λίγα λόγια, γένεση αυτόβουλη ή γένεση εκ του μη όντος ή γένεση ρηξικέλευθη που δεν θα έχει ως αίτιο την προρρέουσα πραγματικότητα της ολότητος.

Παν Α αναδύεται, φύεται εντός της ολότητος και της προϋπάρχουσας ύπαρξης του. Αυτή τη κατάσταση οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν Φύση.

Ώστε η Φύσις είναι το μείζον γενεσιουργό υποκείμενο.

Η αναφορά στη ταυτότητα του Α και στη σχέση του με παν μη Α αναδεικνύει την συνεχή διαφοροποίηση του ως στοιχείο της ταυτότητος του. Επιπρόσθετα το Α νοείται ως αδιάκοπη ροή μορφοπλαστική, ή μορφοποιητική, μορφογενετική.

Ροή διαφοροποιούμενη συνεπάγει την αντίθεση Α με παν μη Α, ώστε να συντηρείται η πολλαπλότητα και να αποφεύγεται ο συμφυρμός.

Εξάγονται απο αυτές τις σκέψεις οι ακόλουθες διαπιστώσεις:

Πρώτη διαπίστωση η ύπαρξη της πολλαπλότητας.

Δεύτερη διαπίστωση η ύπαρξη της ταυτότητας των ιδιαίτερων όντων μέσα στην πολλαπλότητα.

Τρίτη διαπίστωση η ύπαρξη της ολότητας.

Τέταρτη διαπίστωση η ύπαρξη της μορφογενετικής συνέχειας.

Πέμπτη διαπίστωση η ύπαρξη της ροής.

Έκτη διαπίστωση η ύπαρξη της διαφοροποίησης.

Έβδομη διαπίστωση η ύπαρξη της αντίθεσης και της διάκρισης.

Όγδοη διαπίστωση η γέννηση ως απορροή, ως φύεσθαι.

Ένατη διαπίστωση η σκέψη ως συμβάν κινήσεως εντός της Φύσεως.

Δέκατη διαπίστωση το υποκείμενο ως δημιούργημα και αποκύημα της Φύσεως.

Το Α είναι τέτοιο είτε το σκεφτώ είτε όχι. Τίθεται ως τέτοιο, τίθεται σύμφωνα με ένα καθολικό τρόπο που του προσδίδει ταυτότητα. Ο τρόπος τούτος είναι σύμφυτος με τα πράγματα, συνυπάρχει στη γενεσιουργό ροή και δομή των ταυτοτήτων και της ολότητος. Είναι ο τρόπος ύπαρξης των πραγμάτων και άνευ αυτού τα πράγματα δεν τίθενται και κατά συνέπεια ούτε νοούνται.

Τον τρόπο τούτο ονομάζω γενεσιουργό Λόγο. Η συνειδητοποίηση αυτού του τρόπου ως Λόγου γενεσιουργού συνιστά τον γνωρίζοντα τον αντιληπτικό Λόγο της ύπαρξης μας, δηλαδή τον τρόπο του σκέπτεσθαι και νοείν τον οποίο ονομάζω νέο Λόγο για να τον διαχωρίσω απο την παραδοσιακή τυπική και διαλεκτική λογική.

Ο γενεσιουργός Λόγος διέπει το γίγνεσθαι της ύπαρξης, ο δε γνωρίζων Λόγος διέπει το σκέπτεσθαι και το λέγειν.

Το όφελος που θα προκύψει απο την ανταπόκριση του γνωρίζοντος Λόγου με τον γενεσιουργό Λόγο θα είναι μεγάλο διότι θα μας απαλλάξει από υποκειμενικές παραμορφώσεις της ύπαρξης και κατά συνέπεια απο δεισιδαιμονίες και προλήψεις και δογματικές προσεγγίσεις. Πέραν όμως της ωφελιμότητος, εκείνο που ενδιαφέρει στη παρούσα έρευνα είναι η αρχή της ανταπόκρισης του τρόπου του σκέπτεσθαι με τον τρόπο του υπάρχειν και του γίγνεσθαι ως το μέγα ζητούμενο της φιλοσοφίας.

Ενδέκατη διαπίστωση είναι η δρώσα πολλαπλότητα των αιτιών στη γενεσιουργό ροή του ταυτού. Εφόσον το Α δεν μπορεί να απομονωθεί από παν μη Α τότε δεν μπορεί να προκύψει ευθεία γραμμή ανάμεσα στο αίτιο και το αιτιατό. Διότι το Α ως αιτιατό έχει ως αίτιο παν μη Α στη καθολική του ροή. Τούτο οδηγεί στην ύπαρξη κοσμικών ολοτήτων ή κοσμικών γενών που σύμφωνα με τον Λόγο αποτελούν διαφοροποιήσεις μιας πολλαπλότητας κοσμικών γενών που καθορίζονται απο την κίνηση και την ταχύτητα.

Πρόσθετη επεξήγηση στην ενδέκατη διαπίστωση

Επειδή ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές αλληλένδετες με το γίγνεσθαι των πραγμάτων και όχι ανεξάρτητες από αυτά, συνάγεται ότι υπόκεινται σε διαφοροποίηση μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο ή ολότητα που δεν κλείνει ποτέ αλλά παραμένει πάντοτε ανοικτή στην διαφοροποιητική γένεση ή απορροή.

Αυτό που κατανοούμε ως ολότητα στην εξέταση της σχέσης Α με παν μη Α ενώπιον της προσπίπτουσας στις αισθήσεις πολλαπλότητας δεν συνιστά την μοναδική ολότητα στο γίγνεσθαι αλλά μια περιορισμένη ολότητα με τον δικό της χώρο-χρόνο.

Η ιδέα του άπειρου χρόνου και άπειρου χώρου προκύπτει από μια λογική ή από το παλαιό όργανο της σκέψης που δεν αντιλαμβάνεται την ενότητα της μορφής με τον Λόγο–Τρόπο και συνεπώς με την έκταση και την κίνηση.

Πέρα από την δική μας ολότητα υπάρχει το Παν. Η δική μας ολότητα Α αποτελεί διαφοροποιούμενη μορφή μέσα στο παν, που όπως είπαμε παραμένει ανοικτό στην αιώνια γένεση, δηλαδή ολότητα Α σε σχέση με παν μη Α ολότητα.

Εκ του Λόγου επίσης νοείται ότι το σύνολο των ολοτήτων—κοσμικών γενών—έχει μιαν ουσία κοινή που έχει ως τρόπο της τον Λόγο και είναι συνεπώς εν κινήσει και εν ενεργεία.

Όμως κάθε κίνηση είναι αλληλένδετη με την ταχύτητα και κάθε διαφοροποίηση είναι διαφοροποίηση ταχύτητας.

Νοούμεν έτσι μια πρωταρχική ταχύτητα που δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη της, διότι αν είχαμε μια μέση ταχύτητα τότε η διαφοροποίηση θα είχε δύο κατευθύνσεις, μία προς ανώτερες ταχύτητες και μια προς κατώτερες ταχύτητες. Όμως μια τέτοια μέση ταχύτητα του παντός δεν μπορεί να τεθεί παρά σε σχέση με κάτι άλλο και όχι ως πρωταρχική ταχύτητα.

Συνεπώς προκύπτει μια μεγίστη ταχύτητα εκ της οποίας η διαφοροποίηση λαμβάνει κατιούσα ροπή, μια μεγίστη ταχύτητα που αποτελεί την αιώνια αφετηρία του γίγνεσθαι και την αιώνια κατάληξη του.

Μια ταχύτητα μεγίστη και έλλογη, δηλαδή συνυφασμένη με τον Λόγο–Τρόπο που είναι το γενεσιουργό βάθος όλων των κοσμικών γενών.

Αυτή η μεγίστη ταχύτητα δεν μπορεί να είναι η συνισταμένη ταχύτητα σχέσεων αλλά η πρωταρχική ταχύτητα της ουσίας που αποτελεί την αρχή των πάντων και πέραν και υπεράνω αυτής είναι αδιανόητη άλλη ταχύτητα.

Η ταχύτητα αυτή η μη περατή και περιορισμένη είναι μια άπειρη μεγίστη ταχύτητα–ενέργεια πρωταρχική και πανταχού παρούσα και υπεράνω κάθε κοσμικού γένους και κάθε συνισταμένης οριακής ταχύτητας των κοσμικών γενών.

Αυτή η ταχύτητα–ενέργεια είναι και εντός πάσης έκτασης και χρόνου και υπεράνω πάντων ως ενέργεια αμέριστη που ένεκεν της πανταχού ενεργού παρουσίας της συμπεριφέρεται ως Νους.

Ενέργεια ως άπειρη ταχύτητα, Λόγος και Νους συνυφαίνονται στην πρωταρχική ουσία του παντός.

Από τον γενεσιουργό τρόπο-λόγο εκπορεύεται το άσκοπο και από τον Νουν εκπορεύεται ο σκοπός, η σκοπούσα μορφή, το γενεσιουργό όραμα.

Δωδέκατη διαπίστωση είναι ότι παν το γεννώμενο Α, τίθεται σύμφωνα με τον κεντρικό νόμο της διαφοροποίησης που προσδιορίζει τον Τρόπο–Λόγο, άρα φέρει την σφραγίδα του χρονικώς συμπαρευρισκόμενου. Όπου δηλαδή η αναγκαιότητα του Λόγου συνυπάρχει με την τυχαιότητα της παρεύρεσης και της ολιστικής αλληλεπίδρασης.

Δέκατη Τρίτη διαπίστωση: Παν Α δεν αποτελεί αφηρημένη αδιαίρετη και απλή μονάδα αλλά καθέκαστον ον συναποτελούμενο από πολλαπλότητα μερών και συνύφανση διαφορετικών ταχυτήτων. Συνεπώς ο δρόμος των μαθηματικών που οδηγεί σε αφηρημένες σκέψεις πέραν της ανταπόκρισης στο πραγματικό, παραβιάζει την πραγματικότητα και δημιουργεί παρα-κοσμικά εξαμβλώματα. Το ζητούμενο είναι να πορευθούμε προς το βάθος του όντος εκκινούντες από την εμφάνεια του, την περιέχουσα τον αισθητό κόσμο και την συνείδηση, χωρίς να παραμορφώσουμε τα πράγματα ή να απομακρυνθούμε από αυτά σε ένα πεδίο αφηρημένης υποκειμενικής δημιουργίας. Τα μαθηματικά έχουν νόημα όταν περιγράφουν πραγματικές σχέσεις και συμβάντα και όχι όταν επιβάλλουν πάνω στα πράγματα μιαν αφηρημένη και αυθαίρετη σκέψη. Αν λοιπόν εκλάβουμε το Α ως σύνολο μερών και ταχυτήτων που υφίσταται σε μιαν ευρύτερη διαφοροποιούμενη πραγματικότητα τότε αρχίζουμε να κατανοούμε την μορφοπλαστική δύναμη της έλλογης φύσης αλλά και να κατανοούμε την κατά Λόγον ύπαρξη κοσμικών διαφοροποιούμενων ολοτήτων ή κοσμικών γενών και εντός αυτών των κοσμικών γενών άλλων ολοτήτων με διαφορετική χωροχρονική ταυτότητα και συμπεριφορά. Με λίγα λόγια είναι αδιανόητη η προσέγγιση της βαθύτερης ουσίας της κινήσεως χωρίς τις διαφοροποιήσεις που υπόκειται μέσα στην ίδια την πραγματικότητα, χωρίς την παρακολούθηση της ίδιας της πραγματικότητας κατά Λόγον. Η ύπαρξη των κοσμικών γενών προκύπτει μέσα από την έλλογον ενόραση των πραγμάτων που καθιστά επίσης κατανοητή την ταυτότητα παν Α ως περιορισμένη ολότητα και σύνθεση ταχυτήτων σε σχέση με το περιέχον αυτής.

Σχόλιο 1ο στην 1η πρόταση

Ουσιαστικά η 1η πρόταση θέτει ως αφετηρία της έρευνας περί του τρόπου του νοείν και είναι, την αίσθηση και μάλιστα την πολλαπλότητα που αυτή προσπίπτει στις αισθήσεις μας. Δεν ξεκινάμε την έρευνα μας με μεταφυσικές προτάσεις αλλά με τα παροντικά δεδομένα των αισθήσεων σε σχέση με το σκεπτόμενο υποκείμενο.

Εννοείται βέβαια πως προϋπόθεση στην αναζήτηση μας υπήρξε η απόρριψη κάθε βεβαιότητας ή αλήθειας από εκείνες που η θρησκεία, η καθεστηκυία φιλοσοφική παράδοση, η παιδεία, η εξουσία, επιβάλουν εξ απαλών ονύχων στους υπηκόους και εξουσιαζόμενους τους.

Για να φτάσουμε στην απόρριψη των παραδεδομένων «αληθειών» αναγνωρίσαμε ως κυρίαρχη ορμή της ζωής, την βούληση της αλήθειας ενώπιον της οποίας ορθώνεται η άγνοια.

Η άγνοια, εκτός από απαλοιφή των “αληθειών” της κοινωνίας είναι κυρίως επίγνωση της εσωτερικής μας κατάστασης, του εγκλεισμού στην εγωϊκότητα μας και συναίσθηση του αγώνα που απαιτείται για να εξέλθουμε στο φως της γνώσης και βίωσης του πραγματικού.

Η παραδοχή της άγνοιας αποτελεί επιλογή της βούλησης του ειδέναι. Από αυτή τη παραδοχή αρχίζει η πορεία της γνώσης ως έρευνας των άμεσων δεδομένων στην ύπαρξη και συνείδηση.

Στα άμεσα δεδομένα συγκαταλέγεται το σώμα, οι αισθήσεις και η κατ’ αίσθηση πολλαπλότητα, η βούληση του ζην και του ειδέναι, η κοινωνία με τους θεσμούς της (νόμοι, γλώσσα, θρησκεία, παράδοση, παιδεία, εργασία κλπ), ό άλλος άνθρωπος. Όλα αυτά τα δεδομένα τίθενται κατ’ ανάγκη στο πεδίο της φιλοσοφικής έρευνας, της επανεξέτασης και επαναξιολόγησης.

Μετά την παραδοχή και συνάμα επιλογή της άγνοιας ως σημείου αφετηρίας της φιλοσοφικής έρευνας τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο εάν δεν συναρμοσθεί και εναρμονισθεί με την ανασυγκροτημένη νόηση. Διότι εκ του «αγνοώ» αρχίζει στην ουσία η ανασυγκρότηση της νόησης και του κόσμου που υψώνεται ως διάκοσμος του γνωρίζοντος υποκειμένου.

Η ανάδειξη των αμέσων δεδομένων προσδιορίζει επιπρόσθετα τους διάφορους δρόμους ή κλάδους ή πεδία ερεύνης της φιλοσοφίας. Όμως η πρωταρχική και θεμελιώδης έρευνα είναι η γνωσιολογική ή όπως την ονομάζω η τροπολογία δηλαδή η έρευνα του τρόπου του νοείν. Χωρίς την ανάπτυξη της τροπολογίας και το ξεκαθάρισμα του τρόπου, η σκέψη πελαγοδρομεί σε τρικυμισμένο πέλαγος.

Σχόλιο 2ο στην 1η πρόταση

Θεωρώντας τον γενεσιουργό λόγο ή τρόπο ύπαρξης της πολλαπλότητος των αισθήσεων όμοιο με τον γνωρίζοντα λόγο ή τρόπο του σκέπτεσθαι σημαίνει ότι είμαστε μέσα στη καρδιά του γίγνεσθαι όπου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο δεν είναι πια διακριτή. Όπου το υποκείμενο αναδύεται ως μέρος του γίγνεσθαι και το γίγνεσθαι ως διάκοσμος του υποκειμένου. Έχουμε με λίγα λόγια αλληλοσυμπλήρωση υποκειμένου και αντικειμένου μέσα στην ολότητα που τα περιέχει.

Αν κρίνουμε από την ιστορία της σκέψης περί του οργάνου βλέπουμε ότι ο Λόγος δεν αντανακλάται στη συνείδηση κατά τρόπο άμεσο αλλά κατόπιν της ενέργειας της σκέψης. Η σκέψη είναι η δύναμη που αποκαλύπτει τον Λόγο από την κρυπτότητα του. Ενώ είμαστε μέσα στο ρουν του γίγνεσθαι της φύσης αγνοούμε τον τρόπο έκπτυξης της και ταυτόχρονα αγνοούμε την άγνοια μας.

Διαπιστώνουμε επίσης πως η φανέρωση του Λόγου και γενικά η πρόοδος στην τροπολογία ακολουθεί εξελικτική πορεία αλλά όχι ανιούσας φοράς. Εξ όσων γνωρίζουμε ο Λόγος τέθηκε στη πρωταρχική του ανεπεξέργαστη μορφή από τον Ηράκλειτο. Έκτοτε όμως δεν ακολούθησε ανοδική εξελικτική πορεία. Τουναντίον η μεγάλη μάζα της ανθρωπότητος βυθίστηκε στην άγνοια της άγνοιας της και παρήγαγε υποκειμενικούς ψευδόκοσμους. Τούτο μας κάνει να υποψιαστούμε πως ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται κατ’ ανάγκη προς το βέλτιστο αλλά μάλλον προς το χείριστο. Συνεπώς εδώ υπάρχει μια αντινομία ανάμεσα στη φιλοσοφική συνείδηση και στην συνείδηση της μάζας ή της ανθρωπότητος. Στην ουσία αυτά τα δύο μεγέθη ζουν σε διαφορετικούς κόσμους – διακόσμους. Τούτο σημαίνει πως η φιλοσοφική σκέψη είναι μια πράξη αποξένωσης από την κοινωνία αλλά και η αρχή της σύγκρουσης με την πλάνη. Η κατάθεση του φιλοσοφικού λόγου στη γλώσσα συνιστά από μόνη της μια επαναστατική πράξη που κτυπά στο βάθος της συνείδησης.

Σχόλιο 3ο στη 1η πρόταση

Δεν μπορεί να τεθεί η σκέψη χωρίς τα πράγματα που προσπίπτουν στην αίσθηση. Ο τρόπος του σκέπτεσθαι τα πράγματα είναι ταυτόχρονα αυτοθεώρηση της σκέψης. Η ύπαρξη προκαλεί τη σκέψη και αποκαλύπτεται μέσα από τη σκέψη.

Διαπιστώνουμε ακόμα πως η ύπαρξη δεν είναι άλογη και χαοτική αλλά είναι εν γίγνεσθαι υπό το κράτος του γενεσιουργού Λόγου που υπάρχει πριν από την συνείδηση του ανθρώπου. Αυτό που στη προκειμένη περίπτωση ονομάσαμε ύπαρξη δεν είναι τίποτε άλλο από την ολότητα που αναφέραμε ως σχέση Α και παν μη Α την οποία ονομάζουμε επίσης καθολικό γίγνεσθαι ή γενεσιουργό και μορφοποιό Φύση. Η Φύση ως ουσία εν γίγνεσθαι προ-τίθεται της ανθρώπινης ύπαρξης και την περιέχει και την υπερβαίνει. Τούτο σημαίνει πως η αλήθεια που αναζητούμε είναι η φανέρωση της Φύσης μέσα από διεισδυτική σκέψη και η ιδεώδης ζωή που επιθυμούμε είναι η εναρμόνιση με αυτή την αλήθεια στο βαθμό που μπορούμε να την προσεγγίσουμε.

Υπάρχει από τη γέννηση μας ένα πέπλο μπροστά μας που πρέπει να το διαρρήξουμε για να δούμε τον τρόπο της Φύσης που είναι το μείζον υποκείμενο και ο οίκος που εντός του διαμένουμε. Ο κόσμος ως υποκειμενική παράσταση είναι μια πλάνη όπως επίσης είναι πλάνη ο κόσμος ως αντικειμενική παράσταση.

Ο κόσμος είναι διάκοσμος και ως τέτοιος είναι μια γνωσιοθεωρητική παράσταση της γενεσιουργού κατάστασης της φύσης. Συνεπώς το νοείν δεν ταυτίζεται με την ουσία, ο γνωρίζων Λόγος δεν ταυτίζεται με τον γενεσιουργό. Η ουσία των πραγμάτων εκδηλώνεται μέσα στα ίδια τα πράγματα και όχι μέσα στην ενοιακή τους παράσταση. Η εννοιακή παράσταση ή πραγματικότητα είναι μια προέκταση της εν γίγνεσθαι, της υπαρκτικής πραγματικότητος. Αν αυτή η εννοιακή πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στην υπαρκτική, αν αναπτυχθεί κατά τρόπο αυθαίρετο τότε πλάθεται ένας παράκοσμος υποκειμενικός. Που σημαίνει ότι η σκέψη όταν δεν ανταποκρίνεται με αυστηρότητα στο γενεσιουργό Λόγο και στα πράγματα καθαυτά δεν οδηγεί στην αλήθεια αλλά στη πλάνη.

Ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας του σκέπτεσθαι ελλοχεύει σε κάθε βήμα. Οπότε είναι πολύ σημαντικό να προσέχουμε και χαλιναγωγούμε στη πορεία μας την τάση της σκέψης προς την αυθαιρεσία και το αυθαίρετο κλείσιμο του συστήματος. Καλύτερα να κρατήσουμε τις πύλες ανοικτές προς το άγνωστο παρά να τις κλείσουμε και να πούμε αυτός είναι ο κόσμος. Τότε εκεί θνήσκει και η φιλοσοφία. Η φιλοσοφία είναι μια πορεία μέσα στο άγνωστο και το απέραντο με περιορισμένη νοητική ορατότητα.

Σκέψη ως παραγωγή κρίσεων δεν μπορεί να τεθεί χωρίς την αίσθηση και την προσπίπτουσα στην κατ’ αίσθηση αντίληψη πολλαπλότητα. Ακόμα και τα μαθηματικά στηρίζονται ως προς τις αρχές τους στην αίσθηση. Για παράδειγμα ο όρος μονάδα και πολλαπλότητα δεν παράγεται εκ του μηδενός ή από μια σκέψη ανεξάρτητη από την αίσθηση που δίδει στη σκέψη την ιδέα της μονάδος και της πολλαπλότητας. Κατά συνέπεια το σκέφτομαι δεν καθορίζει μια ύπαρξη ανεξάρτητη από το δεδομένο της αίσθησης που με την σειρά του θα οδηγούσε σε ένα υποκείμενο αφηρημένο που δεν υπόκειται στην ροή και την εξέλιξη του κατ’ αίσθηση γίγνεσθαι. Δεν μπορεί με λίγα λόγια να τεθεί ένα ασώματο υποκείμενο που θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς το σώμα και τις αισθήσεις. Η ύπαρξη τίθεται μέσα στην αίσθηση και την σωματικότητα. Θα μπορούσαμε να αντιπαραβάλουμε στη ρήση του Ντεκάρτ « σκάφτομαι άρα υπάρχω» το σκέφτομαι ως συνέπεια της ύπαρξης μου σε ένα κόσμο που με περιέχει. Που σημαίνει ότι ο κόσμος, η ύπαρξη εν γένει προτίθεται του σκεπτόμενου υποκειμένου και θα μπορούσε να υπάρχει και χωρίς αυτό.

Από την σκέψη αυτή παράγονται δύο δεδομένα αδιαμφισβήτητα που ορίζονται με σαφήνεια. Το ένα δεδομένο είναι το σκέπτεσθαι ως σκέπτεσθαι των όντων και το άλλο είναι η κατ’ αίσθηση πολλαπλότητα. Βέβαια σε αυτή τη πρωταρχική τους φανέρωση αυτά τα δύο δεδομένα δεν αποκαλύπτουν το είναι τους αλλά μόνο την εμφανή πλευρά τους ή απλά τίθενται στο πεδίο της εμφάνειας. Διότι η άμεση εμφάνεια δεν αποκαλύπτει το τι εστίν η πολλαπλότητα, το τι εστίν η σκέψη. Η ουσία της εμφάνειας είναι κρυμμένη. Εδώ ακριβώς τίθενται τα θεμελιώδη ερωτήματα της φιλοσοφίας που προσδιορίζουν και τον σκοπό αυτής.

Τίθενται εδώ τα ερωτήματα περί της ουσίας και του νοήματος του όντος, ή της καθολικής ύπαρξης που περιλαμβάνει και το υποκείμενο. Ποια είναι η αιτία αυτών των ερωτημάτων ; Δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να ζήσει ως λογικό ον χωρίς αυτά τα ρηξικέλευθα ερωτήματα ; Γιατί να τίθεται η απορία περί της ουσίας και του νοήματος; Τα ερωτήματα αυτά οδηγούν στο βάθος του υποκειμένου στην απορούσα και αξιολογούσα ηθική υπόσταση εκ της οποίας παράγεται η βούληση του ειδέναι, παράγεται μια μορφή βούλησης που δεν προέρχεται από τις επιθυμίες του σώματος και δεν εξαρτάται από την θέληση της δυνάμεως που συνδέεται με το επιθυμητικό. Η βούληση του ειδέναι αναγνωρίζεται ως καθαρή εκδήλωση της νοητικής ενέργειας του υποκειμένου.

Σχόλιο 4ο στην 1η πρόταση

Αν το σκεπτόμενο υποκείμενο νοηθεί ως Α, τότε η ίδια η σκέψη δηλώνει κίνηση γενεσιουργό, κίνηση διαφοροποίησης του Α. Η κίνηση αυτή είναι απορρέον της σχέσης της ύπαρξης του Α με το περιέχον αυτής, με παν μη Α. Συνάγεται επίσης πως η σκέψη δεν είναι ένα γνώρισμα μιας ύπαρξης ανεξάρτητης απο τα πράγματα και την Φύση, την περιέχουσα το υποκείμενο. Η σκέψη τίθεται ως κίνηση μέσα στην καθολική κινητικότητα. Αν αφαιρέσουμε το Α, δηλαδή το υποκείμενο από παν μη Α τότε θα παράξουμε ένα αφηρημένο υποκείμενο που μπορεί να σκέφτεται χωρίς το περιέχον αυτού, ένα αυτοτελές ον που η ύπαρξη του δεν αναφύεται από την φύση. αυτό το υποκείμενο το αφηρημένο είναι η υπέρτατη πλάνη που ως τέτοια δεν στέκει στο φόντο του νέου λόγου. (Αυτό το λάθος, ας σημειωθεί, διέπραξε η ευρωπαϊκή φιλοσοφία από τον Καρτέσιο και εντεύθεν και αφαίρεσε τον άνθρωπο από το σώμα και το αίμα και τις τροπές του φωτός και του Ηλίου. ‘Έτσι η ευρωπαϊκή φιλοσοφία υποκύπτει στην ιουδαϊκή θεολογία και γίνεται η θεραπαινίδα της με τον ίδιο τρόπο που οριζόταν η φιλοσοφία κατά τον μεσαίωνα. Υποκρύπτεται στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία η ιουδαϊκή αντίθεση του ατόμου στην παμμήτηρα Φύση, ως φαντασιακού δημιουργήματος του βιβλικού θεού εξ ιδίας ενεργείας. Η ανάπτυξη αυτού του θέματος αγγίζει το πνευματικό ή αξιακό υπόβαθρο της σύγχρονης ιστορίας και των κοινωνικών σχέσεων όπως αυτές ορίσθηκαν από τις διάφορες πολιτικές ιδεολογίες που εξεπήγασαν από αυτό το αξιακό υπόβαθρο. Όμως μια τέτοια ανάπτυξη ξεφεύγει από τον σκοπό αυτού του έργου.)

Σύνοψη των ιδεών που αναπτύχθηκαν στα 4 σχόλια

Η Φύση προϋπάρχει της ανθρώπινης ύπαρξης ως ουσία εν γίγνεσθαι.

Η ανθρώπινη σκέψη ρέπει προς την αυθαιρεσία και την πλάνη.

Η εννοιακή πραγματικότητα δεν ταυτίζεται με την ουσία αλλά αποτελεί γνωσιοθεωρητική εικονική παράσταση της.

Η ανθρώπινη νόηση δεν είναι γενεσιουργός αλλά γνωρίζουσα.

Η σκέψη δεν μπορεί να τεθεί χωρίς τα αντικείμενα της σκέψης στο πεδίο της πολλαπλότητος.

Εισάγουμε τους όρους της ουσιώδους πραγματικότητας και της εννοιακής πραγματικότητας.

Η έρευνα περί του τρόπου του νοείν είναι στην ουσία έρευνα περί του τρόπου ύπαρξης των πραγμάτων.

Παραγόμενες σκέψεις εκ της δηλοτικότητος των ανωτέρω

Ο άνθρωπος στην παρούσα εξελικτική του κατάσταση, δεν μπορεί να παρέμβει στο γίγνεσθαι της φύσης άμεσα με την σκέψη. Μεσολαβεί για τον σκοπό αυτό η πράξη και η χρήση του εργαλείου. Ο άνθρωπος ποιεί μορφές δια της εργασίας και της τέχνης και της τεχνολογίας. Με ένα λόγο προεκτείνει στο περιορισμένο πεδίο δράσεως του την φύση, αποκαλύπτοντας μέσα σε αυτή την προέκταση την εννοιακή ή εικονική παράσταση που έχει για τη Φύση και που στο τέλος αυτός ο δημιουργημένος κόσμος λειτουργεί ως μια δεύτερη φύση.

Η εννοιακή πραγματικότητα διέπεται από συνεχή ροή και διάνοιξη που απειρίζεται. Η μία σκέψη παράγει την άλλη και ούτω καθεξής. Συνεπώς η εννοιακή πραγματικότητα είναι ένα γίγνεσθαι που διέπεται από τον γενεσιουργό Λόγο ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε. Η συνειδητοποίηση του έλλογου γίγνεσθαι ως παρεμβολή του Λόγου διανοίγει το πεδίο της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Η μη συνειδητοποίηση του Λόγου συνιστά την ανοησία και την φλυαρία.

Ας σημειωθεί ότι από την κίνηση της εννοιακής πραγματικότητος παράγεται συγκίνηση και βούληση όπως επίσης και από τις φαντασίες ή φαντασιακές παραστάσεις.

Σχόλιο 5ο στη 1η πρόταση

Τι είναι το πεδίο εκείνο της εσωτερικότητας που δέχεται την συγκίνηση και παράγει την βούληση; Η εμπειρία διδάσκει ότι εκ της βούλησης και συγκίνησης παράγεται η απόφαση, η επιλογή, η αξιολόγηση, η δράση ή η άρνηση της δράσης. Οπότε βαθύτερον της σκέψης αναδύεται μια δυνατότητα αυτονομίας της ανθρώπινης ύπαρξης μια δυνατότητα υπέρβασης ακόμα και αυτής της ζωής.

Η απόφαση και η αξιολόγηση δεν προέρχεται από τη σκέψη ούτε ανήκει σε αυτή. Αλλά τίθεται από το βάθος της νόησης, νοούμενη ως συνειδητή και μόνο συνειδητή ενέργεια. Στο βάθος της σκέψης υπάρχει ένα κέντρο βουλήσεως και υπερβάσεως και αυτού ακόμα του γίγνεσθαι. Ενώ η σκέψη φαίνεται δέσμια των πραγμάτων, αυτό το βαθύτερο κέντρο αναπτύσσει τις δικές του ροπές και φαίνεται να έχει άλλη προέλευση από το γίγνεσθαι στο οποίο είναι συμπλεγμένα η σκέψη και το σώμα.

Σημείωση: Η φιλοσοφική σκέψη εδραιώνεται στη βούληση ή θυμό κατ’ αντιδιαστολή με την αβουλία, αθυμία και ραθυμία. Συνεπώς η πραγματικότητα της φύσης δεν αντανακλάται άμεσα στη συνείδηση αλλά ανασύρεται από την κρυπτότητα της φύσης δια του αγώνος.

Σχόλιο 6 – επί του ερωτήματος του 5ου σχολίου

Το βάθος της βούλησης και της συγκίνησης είναι το πεδίο της εσωτερικότητας που εισάγει στο γίγνεσθαι της πολλαπλότητος το συμβάν ή το στοιχείο του υποκειμένου. Στη κίνηση της σκέψης που προσδιορίσαμε ως αίτιο κίνησης την αισθητή πολλαπλότητα προστίθεται η εσωτερικότητα ως συγκίνηση και βούληση.

Το πεδίο της συγκίνησης είναι το σημείο συνάντησης της βούλησης, της σκέψης και της αίσθησης. Ενώ η βούληση είναι η ουσιώδης κίνηση της εσωτερικότητας, που αν και φαίνεται να παρακινείται από εξωτερικά αίτια, αναπτύσσει δυνατότητα αυτονομίας. Αυτή η δυνατότητα αυτονομίας συνιστά το ΗΘΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ.

Επειδή όπως διαπιστώσαμε πιο πάνω η σκέψη δεν είναι προϊόν εξ αντανακλάσεως αλλά γέννημα αυτοσυνείδησης και αυτοθεώρησης του τρόπου της, συνάγεται ότι η σκέψη ως έρευνα για την αλήθεια έχει ως καταγωγή της την βούληση. Το γεγονός αυτό ονομάζουμε βούληση του ειδέναι.

Όμως η βούληση δεν έχει ως μοναδική ροπή της το προς το ειδέναι αλλά εκδηλώνεται κυρίως ως βούληση του ζην, ως απόφαση και επιλογή και αξιολόγηση των πραγμάτων, των σκέψεων, των συγκινήσεων, αλλά και ως βούληση δημιουργίας.Η σκέψη αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σκέπτεσθαι, η σκέψη ως ενέργεια αν και είναι αλληλένδετη με τα πράγματα της πολλαπλότητος, εσωτερικής και εξωτερικής, έχει ως κύρια αιτία της την εσωτερικότητα και συγκεκριμένα τη βούληση. Το σώμα και οι αισθήσεις, η συγκίνηση και η σκέψη και η βούληση συνιστούν μιαν ολότητα που ονομάζουμε ανθρώπινη ύπαρξη, μιαν ολότητα που δύναται να αναπτύξει μέσα από το βάθος της την δυνατότητα της αυτονομίας σε ένα περιέχον πολλαπλών αιτιών κίνησης και παρακίνησης.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η ανθρώπινη ύπαρξη αν και περιγράφεται πολυμερής, είναι ενιαία και αδιαίρετη και πως αν μπορούσε να διασπαστεί δεν θα μιλούσαμε για ανθρώπινη ύπαρξη ή κατάσταση αλλά για κάτι άλλο. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια κατάσταση εντός του γίγνεσθαι της πολλαπλότητος, αναδυόμενη εξ αυτής και υπάρχουσα σε σχέση με αυτή. Ως εκ τούτου υπόκειται στην αρχή της διαφοροποίησης και συνεχούς και αδιάκοπης μετάβασης και μεταλλαγής.

Η ανθρώπινη ύπαρξη ως σύνθεση εντός του γίγνεσθαι εμπλέκεται στο χρόνο και στη διαφοροποίηση όλων των στοιχείων αυτής. Στο πεδίο αυτής της κίνησης συναντά τον θάνατο ο οποίος μπορεί να ειδωθεί ως συμβάν διαχωρισμού των συνθετικών μερών στον ρουν της διαφοροποίησης τους. Έτσι ο θάνατος νοείται ως όριο της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά όχι ως τέλος της ζωής και της κίνησης των συνθετικών στοιχείων της.

Σχόλιο 7ο στη 1η πρόταση

Η τροπολογία ως έρευνα του τρόπου του νοείν σε άμεση σχέση με την προσπίπτουσα πολλαπλότητα στη συνείδηση δια των αισθήσεων, καθορίζει την εννοιακή πραγματικότητα ως απεικόνιση ή παράσταση του πραγματικού που δίδεται στην αίσθηση και εκτείνεται στο βάθος αυτής. Όπου αίσθηση και εννόηση του κεκρυμμένου βάθους αυτής συναποτελούν τον ΔΙΑΚΟΣΜΟ της ανθρώπινης συνείδησης που δεν μπορεί να νοηθεί ούτε ως αντικειμενική πραγματικότητα ούτε ως υποκειμενική αλλά ως εννοιακή ανταπόκριση στο πραγματικό όπου η ζώσα σχέση με αυτό συντελείται στην εργασία και την δημιουργία στο περιορισμένο πεδίο της ανθρώπινης δράσης.

Η προσέγγιση του όντος δεν γίνεται μόνο με την σκέψη αλλά και με την πράξη η οποία με την σειρά της διανοίγει νέους ορίζοντες στο συνειδητό πεδίο και αντιστρόφως. Ο κόσμος της πράξης και του έργου είναι ο εγγύτερος και οικείος κόσμος του ανθρώπου, ο πραγματικός ανθρώπινος διάκοσμος.

Τίποτα δεν θα άξιζε η θεώρηση του όντος χωρίς την πράξη και την δημιουργία του ανθρώπινου διακόσμου που δομείται πάνω στην ουσία του γίγνεσθαι.

Τούτη είναι και η βαθύτερη αξία της γνώσης. Να συμβάλλει στη δημιουργία του ανθρώπινου διακόσμου, του μικρού οίκου του ανθρώπου μέσα στο μεγάλο οίκο της Φύσης.

Κύριος του μικρού οίκου είναι ο ίδιος ο δημιουργός του, δηλαδή ο άνθρωπος. Αυτός φέρει την ευθύνη για το δημιούργημα του και σε αυτόν ανήκει η δυνατότητα της διαμόρφωσης του.

Συνεπώς δεν νοείται γνώση για την γνώση αλλά γνώση για το έργο. Όπου η γνώση γίνεται ένα μέσον που εξυπηρετεί τον σκοπό της δημιουργίας και της ελευθερίας.

Στη πράξη και στο έργο κρίνεται ως ένα βαθμό η ανταπόκριση της εννοιακής πραγματικότητας με την οντική πραγματικότητα ή την Φύση. Οπότε ο άνθρωπος δημιουργεί διακόσμους αρμονικούς ή δυσαρμονικούς ως προς την Φύση.

Με έργο εννοούμε τέχνη, πολιτική, επιστήμη, ηθική, τεχνολογία, παιδεία, πολιτεία.

Δεύτερη πρόταση

Εκ των διαπιστώσεων της πρώτης πρότασης ορίζω τις ακόλουθες αρχές του Νέου Λόγου που όταν δρουν συνενωτικά και όχι διασπαστικά ή κεχωρισμένα παράγουν την θέαση ή νοητική όραση – ενόραση της οποίας η ταχύτητα της κατανόησης των πραγμάτων υπερβαίνει τα στατικά εμπόδια της γλώσσας και εισχωρεί στην υπερ-γεωμμετρία της κίνησης. Η γλώσσα χρησιμεύει εκ των υστέρων για να περιγράψει το νοητικώς ορόμενο.

Αρχή πρώτη: Η αρχή της ταυτότητος.

Αρχή δεύτερη: Η αρχή της ροής ή κινήσεως.

Αρχή Τρίτη: Η αρχή της διαφοροποίησης.

Αρχή τέταρτη: η αρχή της συνέχειας ή συνοχής.

Αρχή Πέμπτη: Η αρχή της αντίθεσης και της διάκρισης ως αγώνα διατήρησης της ταυτότητος.

Αρχή έκτη: Η αρχή της αλληλεπίδρασης.

Αρχή έβδομη: Η αρχή της διάχυσης ή μετάβασης του ταυτού στο περιέχον.

Αρχή όγδοη: Η αρχή της ολότητος.

Σχόλιο 1ο στη δεύτερη πρόταση

Οι αρχές αυτές αποτελούν τον Λόγο –Τρόπο του νοείν και του Είναι. Ο Λόγος εξάγεται από τα ίδια τα πράγματα και συγκεκριμένα από την έρευνα του τρόπου του φαίνεσθαι της κατ’ αίσθηση πολλαπλότητος και της εντός αυτής ταυτότητος του οριζομένου ως Α.

Συνεπώς το Είναι ως ουσία και ολιστική παράσταση, αυτό που οι προσωκρατικοί ονόμασαν Φύση ή Κόσμο, δεν μπορεί να τεθεί άνευ του Τρόπου – Λόγου που εκμαιεύεται από το φαίνεσθαι ή από την εμφάνεια της Φύσης που περιέχει το σκεπτόμενο υποκείμενο ή την δική μας ύπαρξη.

Ο Λόγος εκμαιεύεται μέσα από την έρευνα και ούτε αντανακλάται ούτε παράγεται αυθαίρετα από το υποκείμενο. Τούτο σημαίνει πως η γνώση - αλήθεια ως άρση της Φύσης από την κρυπτότητα της, δεν είναι ούτε αντικειμενικό ούτε υποκειμενικό παραγόμενο αλλά μια εννοιακή φαινομενικότητα που αποκλείει την φανέρωση του καθεαυτού αντικειμένου ως δια του υποκειμένου φανερωνόμενο.

Με την λέξη αντικειμενικό εννοώ εδώ αυτό που υπάρχει εντός της Φύσης ακόμα και αν το υποκείμενο το αγνοεί και αδυνατεί να κοινωνήσει και επικοινωνήσει με αυτό.

Αλλά όπως το υποκείμενο τελεί μέσα στο σκότος της άγνοιας το ίδιο και η Φύση τελεί στη κατάσταση της μη ολοκλήρωσης, της μη συνειδητοποίησης της μέσα από τα ίδια τα γεννήματα της. Το νοείν είναι ένα ανθοβόλημα, ένα κάρπισμα της Φύσης που αν δεν συμβεί είναι σαν να παρατείνεται ο χειμώνας χωρίς να έρχεται η ανθοφόρος άνοιξη και το κάρπιμο θέρος. Η φιλοσοφική συνείδηση είναι το ανθοβόλημα και το κάρπισμα της Φύσης που εντός του αποκαλύπτεται η πνευματική ενέργεια και το νόημα του Είναι.

Σχόλιο 2ο στη 2η πρόταση

Εκ της καταγραφής των αρχών του Λόγου – Τρόπου συνάγεται ότι η πολλαπλότητα διέπεται από την αδιάκοπη κίνηση της μιας διαφοροποιούμενης ουσίας. Η ουσία της πολλαπλότητος είναι εν κινήσει ή εν ενεργεία. Τούτο με τη σειρά του προσδιορίζει την κατάσταση της πολλαπλότητος ως συνεχές γίγνεσθαι.

Η ενεργός σχέση Α και παν μη Α αποκαλύπτει μιαν κοινή αιτιότητα μια κοινή ροή και μια και κοινή εν κινήσει ουσία της πολλαπλότητας.

Η εν κινήσει ουσία οδηγεί στην διαφοροποιούμενη ταχύτητα εκ της οποίας παράγονται οι μορφές της πολλαπλότητος.

Πολλαπλότητα και ουσία συνυπάρχουν αδιαχώριστα μεταξύ τους σύμφωνα με τον Λόγο. Που σημαίνει ότι δεν νοείται αρχή και τέλος του γίγνεσθαι.

Συμπεραίνεται επίσης ότι ο Λόγος είναι τρόπος και όχι οντότητα που μπορεί να υπάρχει χωρίς την εν κινήσει ουσία. Ο Λόγος είναι τρόπος ύπαρξης της ουσίας ο δε κόσμος είναι ένα συνεχές και αδιάκοπο γίγνεσθαι.

Συνεπώς το γίγνεσθαι ούτε εκ του μηδενός παράγεται αλλά ούτε είναι άλογο και χαοτικό. Το γίγνεσθαι διέπεται από την ευταξία του Λόγου που δεν είναι σκοπούσα διάνοια. Ώστε το γίγνεσθαι διέπεται και διαμορφώνεται από την ευταξία της τυχαιότητος.

Ο Λόγος δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με κάποια σκοπούσα νόηση αλλά με την εγγενή τυχαιότητα της έκπτυξης του γίγνεσθαι. Η ύπαρξη σκοπούσας νόησης περί της οποίας θα αναφερθούμε στη συνέχεια δεν δύναται να αναιρέσει τον Λόγο και την ευταξία της τυχαιότητος του γίγνεσθαι αλλά να συμπορευθεί και συνεργασθεί με αυτά.

Με λίγα λόγια κανένας θεός δεν μπορεί να διαταράξει ή να καταργήσει την αυτονομία του γίγνεσθαι.

Από το σημείο αυτό περνούμε από τον τρόπο – Λόγο στην θέαση του είναι. Από την τροπολογία στην κοσμολογία.

Β. Κοσμολογία ή περί του Είναι

Η κοσμολογία αποτελεί συνέχεια της τροπολογίας ως πρώτης φιλοσοφίας. Όπου ο Λόγος – Τρόπος του νοείν ανυψούμενος σε νοητική όραση των όντων προχωρεί από την εμφάνεια του αισθητού και της άμεσης σκέψης στην θέαση της βαθύτερης ουσίας του Είναι και της έκπτυξης του γίγνεσθαι.

Λόγος περί ταχύτητος

Η ουσία σε κίνηση και διαφοροποίηση αναδεικνύει την ταχύτητα ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ουσίας και της πολλαπλότητας. Εκείνο που ουσιωδώς διαφοροποιείται στη πολλαπλότητα είναι η ταχύτητα στη δομική σύσταση των μορφών.

Όμως σύμφωνα με τον Λόγο η ταχύτητα δεν νοείται κίνηση κάποιου πράγματος στον προϋπάρχοντα χώρο ή σε ένα χώρο που είναι ανεξάρτητος από την έκπτυξη της ουσίας ή που θεωρείται κενό. Ο χώρος είναι το δημιουργούμενο πεδίο του γίγνεσθαι ο οποίος οριοθετείται σε διαφορετικά σύνολα, δηλαδή δεν νοείται ένας ενιαίος άπειρος χώρος αλλά χώροι πολλοί όσα και τα κοσμικά γένη.Συνεπώς κάθε χώρος περιορίζεται όχι εκτατά αλλά κινητικά. Έχει δηλαδή όρια την ανωτάτη και κατωτάτη ταχύτητα στα πλαίσια της σχέσης αυτού με τα περιβάλλοντα κοσμικά σύνολα εκ των οποίων και απορρέει διαφοροποιούμενος.

Τούτο οδηγεί στη σκέψη ότι δεν υπάρχει ελάχιστο σημείο αδιαφοροποίητο εντός κάθε χώρου αλλά το ελάχιστο κλάσμα της ύλης εντός του χώρου είναι σύνθετο και διαφοροποιούμενο το οποίο προέρχεται από την σχέση των προϋπαρχόντων κοσμικών ολοτήτων με την οριακή άπειρη ταχύτητα που είναι η πρωταρχική κατάσταση της ύλης.

Συνάγεται εξ αυτού ότι η ενέργεια κάθε κοσμικού γένους δεν είναι αυτοφυής ούτε αυτοτελής αλλά έχει ως πηγή της την πρωταρχική κατάσταση της ύλης την οποία ονομάζουμε αιθερική για να την διαχωρίσουμε από την βαρυτική ύλη.

Στη πρωταρχική κατάσταση της ύλης δεν επιτρέπεται εκ του Λόγου να πέφτουμε στα σφάλματα της τυπικής λογικής και να νομίζουμε την ύλη αυτή αποτελούμενη από απειροελάχιστα στίγματα που κινούνται με άπειρη ταχύτητα.

Στη πρωταρχική κατάσταση δεν νοούνται στίγματα και σημεία και χώρος και βαρύτητα αλλά ενέργεια νοητική, δηλαδή ενέργεια με νοητική συμπεριφορά.

Η άπειρη ταχύτητα της πρωταρχικής ύλης έχει συμπεριφορά Νου.

Με λίγα λόγια η πρωταρχική κατάσταση – μορφή της ύλης είναι ενέργεια νοητική και ως εκ τούτου ενέργεια σκοπούσα και γενεσιουργός υποκείμενη και αυτή στην παντοκρατορία του Λόγου – Τρόπου και αποτελούσα μέρος ενός ατελεύτητου γίγνεσθαι.

Η πρωταρχική μορφή της ύλης δεν μπορεί να διαχωριστεί ούτε να υπάρξει ανεξάρτητα από την πολλαπλότητα των κοσμικών γενών ούτε το αντίθετο.

Όταν αναφερόμαστε στη πρωταρχική νοητική ενέργεια δεν εννοούμε τον θεό που δημιουργεί τον κόσμο εκ του μηδενός, διότι τέτοιος θεός δεν νοείται και εφόσον δεν νοείται δεν υπάρχει.

Να σημειώσουμε εδώ ότι εφόσον θέσαμε τις αρχές του Λόγου δεν προχωρούμε στην διάνοιξη του είναι με συλλογισμούς της τυπικής λογικής αλλά με την εκ του Λόγου παραγόμενη θέαση που αναδεικνύει την υψηλή ταχύτητα του γνωρίζοντος νού.

Εκ του Λόγου –Τρόπου ο ανθρώπινος νους ανυψώνεται στη θέαση και εκ της θεάσεως εκφέρεται ο λόγος, ως ομιλία και περιγραφή.

Εκ των προαναφερθέντων γίνεται κατανοητό πως η πολλαπλότητα του κοσμικού γένους που μας περιέχει προκύπτει από συνθέσεις κατιούσας ροπής της ταχύτητος που εντός τους περιέχουν και εγκλωβίζουν την πρωταρχική ταχύτητα του κοσμικού γένους.

Συνεπώς η ταχύτητα αυτή αφού φτάσει στην κατώτατη μορφή της αρχίζει πάλι να επιστρέφει στην μεγίστη οριακή και να δημιουργεί νέες μορφές ζωής περιγραφόμενη ως ανοδική κίνηση.

Υπάρχουν δύο ροπές μέσα στο κοσμικό γένος η μια καθοδική και η άλλη ανοδική. Οι ροπές αυτές παρατηρούνται στο σύνολο του κοσμικού γένους αλλά και σε κάθε μερική μορφή αυτού.

Περί της άπειρης ταχύτητας

Η ‘άπειρη ταχύτητα είναι ταυτόχρονα η άπειρη διαφοροποίηση και το όριο κάθε κοσμικής μορφογένεσης υπεράνω της εννοίας του χώρου και του χρόνου που είναι κατώτερες καταστάσεις της διαφοροποίησης.

Άπειρη ταχύτητα σημαίνει ανταλλαγή πληροφορίας σε υπερεκτατό και εκτατό πεδίο. Το γεγονός αυτό περιγράφει την γενεσιουργό νόηση που υποβαστάζει τους χωροχρόνους ή κοσμικά γένη και τα διαπερνά. αποτελώντας το υπόβαθρο ή την υπόσταση τους.

Με ένα λόγο ο γενεσιουργός νους και η αιθερική ύλη που τον αποτελεί δεν είναι κάπου αλλού αλλά είναι πανταχού παρόν, μέσα στη φύση, μέσα στα πράγματα, μέσα στη ψυχή.

Ο νους είναι η πρωταρχική κατάσταση της ύλης και δεν τίθεται ως αυτόβουλο όν αλλά ως συμπεριφορά της ύλης κατά αναγκαιότητα. Εκ του γενεσιουργού νου απορρέουν οι κεντρικές ροπές που λαμβάνουν υπόσταση όντος αυτόβουλου αρχίζοντας από τις θείες αιθερικές οντογενέσεις μέχρι τις ενδοκοσμικές οντογενέσεις στις οποίες ανήκουμε και εμείς οι άνθρωποι.

Ο Λόγος είναι και νοείται ως τρόπος ύπαρξης της ύλης και όχι κάποια οντότητα που διαχωρίζεται από την ύλη.

Η πνευματική οντότητα είναι κάτι το απορρέον εκ της πρωταρχικής κατάστασης του νου και του Λόγου. Το βαθύτερο νόημα αυτής της γένεσης είναι το παιχνίδι και η ηδονή της δημιουργίας. Ο δημιουργικός νους σε θείο και ανθρώπινο επίπεδο συνειδητοποιεί το νόημα του μέσα στην αυτοτέλεια της χαράς της δημιουργίας που είναι παιχνίδι και αγώνας συνάμα.

Συνάγεται επίσης ότι ο γενεσιουργός νους είναι ενέργεια διαφοροποιούσα και διαφοροποιούμενη σε σχέση με την καθολική πορεία του γίγνεσθαι και όχι μια αναλλοίωτη κατάσταση, ένας τέλειος κόσμος ιδεών που εντυπώνεται πάνω στην ύλη.

Εκ του γενεσιουργού νου απορρέει η βούληση της μορφής και της αρμονίας με σκοπό την επέκταση της νόησης μέσα στα σκοτεινά ποτάμια της ύλης. Εξ αυτής της αρχής τρέφεται το νόημα της δικής μας ύπαρξης., ένα νόημα γνώσης, δημιουργίας και παιχνιδιού που αναδεικνύει το παρόν σε διευρυμένη κατά το δυνατό παρουσία μέσα στο κόσμο.

Περί ταχύτητος

Η κίνηση εκδηλώνεται ως διαφοροποίηση του ταυτού που σημαίνει πως το ταυτόν είναι πολυσύνθετο εκ διαφορετικών ταχυτήτων που το δομούν καθώς και ως αλλαγή θέσεως μέσα στο χώρο.

Ο χώρος είναι το δομικό μέγεθος των ταχυτήτων και μορφών που τον αποτελούν.

Κατά συνέπεια αυτό που εκλαμβάνουμε ως χώρο, περιορίζεται και καθορίζεται από την ταχύτητα και αποτελεί ένα μορφογενετικό ενιαίο σύνολο ως να πρόκειται περί ενός σώματος ουρανίου. Χώρος και ταχύτητα είναι αλληλένδετα μεγέθη που συναποτελούν τον χωροχρόνο ή το κοσμικό γένος που μας περιέχει.

Διότι σύμφωνα με τον Λόγο – τρόπο το κοσμικό αυτό γένος δεν μπορεί να είναι ένα και μοναδικό αλλά διαφοροποιούμενη μορφή μέσα στην πολλαπλότητα των κοσμικών γενών ως χώρο-ταχυτήτων.

Συνάγεται εξ αυτού ότι κάθε κοσμικό γένος περιορίζεται από μιαν ανωτάτη ταχύτητα που αποτελεί συνισταμένη της σχέσης του με την πολλαπλότητα των κοσμικών γενών αλλά και με την εσωτερική του δομή.

Η σχέση των κοσμικών γενών μεταξύ τους δεν είναι σχέση που αναπτύσσεται ή εκτυλίσσεται σε προϋπάρχοντα χώρο ανεξάρτητο από αυτά αλλά σε χώρο που δημιουργείται με αυτά. Ο χώρος είναι παραγόμενο μέγεθος αλληλένδετο με την γένεση των κοσμικών γενών.

Εκεί όμως που υπάρχει γένεση υπάρχει και τέλος.

Το τέλος εκάστου γένους επισυμβαίνει μέσα στη σχέση του με τα άλλα κοσμικά γένη όπως και η γένεση του. Η σχέση αυτή προσδιορίζει την ανοδική και καθοδική κίνηση. Η μεν ανοδική κίνηση φέρει προς την υψίστη ταχύτητα του κοσμικού γένους η δε καθοδική προς την ελαχίστη. Και στις δύο περιπτώσεις η συμπιεστικές δυνάμεις που ασκούνται πάνω στο κοσμικό γένος το οδηγούν στην εκπύρωση ή σε μια νέα κοσμογενετική έκρηξη.

Στην πορεία προς την κατωτάτη ταχύτητα το κοσμικό γένος απορροφάται σε άλλο κοσμικό γένος και μοιάζει με σβησμένο άστρο.

Στην πορεία προς την ανωτάτη ταχύτητα όλα τα μέρη του απορροφούνται προς την ανωτάτη ταχύτητα και εκπυρώνεται στο σύνολο του.

Επειδή όμως το Είναι, είναι αδιαχώριστο από την μία ουσία που εκπτύσσεται κατά τρόπο-λόγο σημαίνει πως τόσο η γέννηση όσο και το τέλος κάθε κοσμικού γένους αποτελεί απορροή και επιστροφή στην πρωταρχική κατάσταση της ουσίας του που είναι ταυτή με μιαν ταχύτητα μη περατή μη περιορισμένη αλλά απεριόριστη και άπειρη. Αυτή η πρωταρχική κατάσταση της ουσίας έχει συμπεριφορά νου και δεν είναι εκτός των κοσμικών γενών αλλά πανταχού παρούσα ως υπερ-χωροχρονική ουσία των πάντων από την οποία προέρχονται τα πάντα και περιοδικώς επιστρέφουν σε αυτή.

Περί της δομικής ταχύτητας

Νοούμε τη δομική ταχύτητα ως ελκτική περιφορά στοιχείων της ύλης με υψηλή ταχύτητα που συνθέτουν την μορφή. Πρόκειται δηλαδή περί συνθέσεως ελκτικής που ακολουθεί την καθοδική κίνηση την μορφοποιητική. Όμως κάθε μορφή ανήκουσα σε ένα κοσμικό γένος υποβαστάζεται από τις οριακές του ταχύτητες την κατωτάτη και ανωτάτη έτσι ώστε το κοσμικό γένος να αποτελεί μιαν ενιαία μορφή με τα στοιχεία της που είναι η εντός αυτού πολλαπλότητα των μορφών.

Στο δικό μας μορφικό γένος κάθε ελκτική περιφορά αποτελεί μετάπτωση της ταχύτητας του φωτός. Έτσι ώστε το υπόβαθρο όλων των μορφών να είναι η ταχύτητα του φωτός. Εκ της ταχύτητας του φωτός παράγονται τα τέσσερα κεντρικά στοιχεία όπως τα ονόμασαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, του πυρός, του ύδατος, του αέρος και της γης. εντός αυτών των τεσσάρων στοιχείων υπάρχουν αμέτρητες δομικές περιφορές κατά Λόγο διαφοροποιούμενες και όλες αυτές συμπλεκόμενες μεταξύ τους σε νέες ελκτικές περιφορές παράγουν την πολλαπλότητα και την έμβια ζωή. Μέσα σε αυτή την διαδικασία της μετάπτωσης δια ελκτικών περιφορών βρίσκεται και η πέμπτη ουσία του αιθέρος που ενεργεί ως νους και σκοπούσα ενέργεια συμπλεκομένη με την καθοδική κίνηση των ελκτικών περιφορών. Συνεπώς θα πρέπει να νοήσουμε την εκπύρωση ως μια κίνηση αντίθετη στην καθοδική με τις ελκτικές περιφορές της.

Στο πέρας της εκπυρώσεως συμβαίνει η άρση της εκτάσεως και η μετάβαση της δομικής ενέργειας του κοσμικού γένους στην υπερ-χωροχρονική, αιθερική της κατάσταση. Σε αυτή τη πρωταρχική κατάσταση της ύλης διασώζεται δια της ενεργείας των θεών ότι είναι άξιο να επαναληφθεί μέσα στο αέναο γίγνεσθαι και την εκ του νοός κίνηση προς την τελειότητα που ομοιάζει με το τέλειο καλλιτέχνημα των θεών, μια προσπάθεια που πάντοτε εκφεύγει του σκοπού ένεκεν της άσκοπης διαφοροποίησης και της αδυναμίας του νου και των πρωτογενών θείων οντοτήτων να ελέγξουν την ροπή της ύλης. Οι θεοί εκφράζουν την αιώνια δράση του νου ως σκοπούσας ενεργείας επί της άσκοπης ροπής της ύλης της οποίας ο νους αποτελεί συμπεριφορά. Με λίγα λόγια ο νους δεν είναι οντότητα ούτε πρόσωπο αλλά συμπεριφορά της πρωταρχικής άπειρης ταχύτητας της ύλης.

Περί της δομικής κίνησης

Ονομάζω δομική κίνηση την εσωτερική κίνηση των μερών ενός σώματος εκ της οποίας εξαρτάται η ύπαρξη του. Αν το σώμα τούτο ειδωθεί δια αναγωγής μέσα στην περιέχουσα ολότητα του αναγνωρίζεται επίσης ως στοιχείο της δομικής κίνησης της ολότητας. Τούτο σημαίνει ότι η πολλαπλότητα είναι τρόπος ύπαρξης του ενός αδιαιρέτου και ομοουσίου όντος. Εν τω Παν.

Περί ταχύτητος συνέχεια

Η άπειρη ταχύτητα δεν συμβαίνει κάπου εκτός του γίγνεσθαι αλλά είναι εντός αυτού και το διαπερνά και το διαμορφώνει και το υποβαστάζει. Εξ αυτής λαμβάνουν την ενέργεια τους τα κοσμικά γένη δια μεταβολής της ταχύτητος, καθοδικής ροπής. Η μεταβολή αυτή γίνεται δια συνθέσεως που είναι και η αρχή της δημιουργίας των μορφών της πολλαπλότητας του γίγνεσθαι στο χώρο και χρόνο εκάστου κοσμικού υπό-συνόλου ή κοσμικού γένους.

Συνεπώς μέσα στη διαδικασία της μεταβολής που είναι αιώνια και χωρίς αρχή και τέλος, που είναι και η ουσία της δημιουργίας, ενυπάρχει ο νους ως συμπεριφορά της άπειρης ταχύτητας ή της αιθερικής ύλης όπως την ονομάζουμε.

Ο Κόσμος με λίγα λόγια δεν είναι χάος ούτε ήταν ποτέ ούτε θα γίνει κάποτε. Περιέχει στο κέντρο του γίγνεσθαι των μορφών του την σκοπούσα γενεσιουργό νόηση. Όμως ταυτόχρονα αναπτύσσει τυχαία μορφογενετική ροπή ένεκα του Λόγου – Τρόπου. Έτσι το γίγνεσθαι ακόμα και στην εσωτερική δομή του απείρου νου παράγει το νέον και το τυχαίως γεγενημένο.

Ο άπειρος νους είναι στην ουσία του ποιητικός.

Η γενεσιουργός μεταβολή της άπειρης ταχύτητας σε περατή εφόσον είναι πράξη νοητική, συμβαίνει με τάξη και σύμφωνα με την αρχή της αρμονίας των γενών ως συμβάν έναρξης εκάστου.

Ο ποιητικός κοσμικός νους δρα σύμφωνα με το μέτρο και την αρμονία που ενυπάρχουν στο σκοπό που ο νους θέτει ή εμβάλλει στο γίγνεσθαι.

Ας σημειωθεί ότι ο κοσμικός γενεσιουργός ποιητικός νους στον οποίο αναφερόμαστε δεν έχει καμία σχέση με την περί θεού αντίληψη, δηλαδή με την ιδέα που έχει αναπτύξει κυρίως η ιουδαιοχριστιανική Δύση περί ενός όντος παντοδυνάμου που μπορεί να κάνει ότι θέλει στον κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε εκ του μηδενός. Αυτός ο «θεός» δεν υπάρχει στη δική μας κοσμοθέαση.

Πρόσθετη επεξήγηση περί κινήσεως

Αν το Α της κατ’ αίσθηση πολλαπλότητος εκ της οποίας εκκινούμε την έρευνα μας από την πρώτη πρόταση μπορεί να νοηθεί η ταυτότητα και η ουσία του χωρίς παν μη Α τότε κάθε Α είναι περίκλειστο στον εαυτό του και τετελειωμένο οπότε ούτε κίνηση νοείται, ούτε σχέση, ούτε εξέλιξη. Όμως το Α δεν νοείται καθεαυτό χωρίς το παν μη Α ούτε ως προς την ύπαρξη του ούτε ως προς την ουσία του. Η σχέση του Α με παν μη Α αναδεικνύει ως υπαρκτικό του χαρακτηριστικό την εσωτερική εξελικτική κίνηση και διαφοροποίηση. Για παράδειγμα αυτό το δέντρο δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την ολότητα του και να νοηθεί ως αυτοτελής πραγματικότητα που θα μπορούσε να υπάρχει και χωρίς το περιέχον του που είναι η γη, ο ήλιος κλπ. Αλλά αν τεθεί η ύπαρξη και κατανόηση του μέσα στο περιέχον του τότε αναδεικνύεται η εξάρτηση του είναι του από αυτό το περιέχον που δεν μπορεί να είναι σε κατάσταση ακινησίας διότι σε μια τέτοια κατάσταση θα ήταν αυτοτελές και αυθύπαρκτο και άφθαρτο στην αιωνιότητα και θα μπορούσε να νοηθεί ως τέτοιο και χωρίς το περιέχον αυτού. Συνεπώς από την ίδια την έλλογο εννόηση του μέσα στο περιέχον του, αναδεικνύεται ως υπαρκτική του κατάσταση η κίνηση και η διαφοροποίηση μέσα στη σχέση του με παν μη Α. Αναδεικνύεται επίσης και η κίνηση των μερών αυτού σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη αυτού που συναποτελούν το Α που στο παράδειγμα μας είναι το δένδρο. Συνεπώς υπάρχει μια αρμονική σχέση των μερών του Α μεταξύ τους για να είναι Α και να εξελίσσεται ως τέτοιο. Αλλά αυτή η αρμονική σχέση δεν προέρχεται μέσα από το Α κατά τρόπο αυτόνομο και αυτοδύναμο αλλά μέσα από την σχέση του Α με παν μη Α. Ώστε η αρμονία είναι μια κατάσταση της πολλαπλότητος παραγόμενη εκ της ολιστικής σχέσης και εκ των μερών αναδυόμενη. Εκ της διαπίστωσης αυτής μπορεί να ωφεληθεί η ιατρική στη κατανόηση του σώματος και την θεραπεία των ασθενειών του. Μένει να εξετάσουμε αν η αρμονία αυτή είναι τυχαίο συμβάν ή εργονομική πραγματικότητα.

Είδαμε ότι κανένα ον της πολλαπλότητος δεν είναι αυτοτελές και αυτοφυές και ότι κάθε τι υπάρχει μέσα στην ολότητα και την αρμονία αυτής και εξ αυτής δημιουργείται εξ απορροής και συμμείξεως μέσα στη καθολική κίνηση που είναι σύμφυτη με τον Λόγο – Τρόπο που διαφοροποιεί την μία ουσία και κίνηση του παντός. Είδαμε επίσης ότι η κίνηση είναι αλληλένδετη με την ταχύτητα που με την σειρά της παράγει ή αναδεικνύει συμπεριφορές και καταστάσεις όπως είναι το νοείν, το φως, η βαρύτητα. Συνεπώς δεν νοούμε την ουσία των όντων τεμαχιζόμενη ούτε επ’ άπειρον ούτε καταλήγουσα σε ένα ελάχιστο τεμάχιο, σημείο ή άτομο αλλά απειριζομένη στη ταχύτητα της που είναι ο νους ο γενεσιουργός και όπου εξ αυτού απορρέει η καθοδική διαφοροποιούμενη κίνηση. Κατά συνέπεια μέσα στο γίγνεσθαι και την πολλαπλότητα ενυπάρχει ο νους, τα αρχέτυπα και ο σκοπός αυτού αλλά και η τυχαιότητα η προερχομένη εκ της διαφοροποιήσεως του εγγενούς Λόγου. Τούτο σημαίνει πως υπάρχει σε κάθε τι η εργονομική παρουσία της γενεσιουργού νοήσεως συμπλεκομένη και συνδιαλεγομένη με την τυχαιότητα της διαφοροποιήσεως.

Η δε παρουσία της εργονομικής δράσης του νου δεν προέρχεται έξωθεν των όντων αλλά μέσα από την σύσταση τους που προέρχεται από τις τροπές του ηλιακού φωτός και τις αρχετυπικές ροπές που αναπτύσσονται μέσα στην γενεσιουργό νόηση του ηλίου που αποτελεί την ορατή, την ενσύμπαντη παρουσία και επέκταση της αιθερικής νοήσεως. Το φως και πιο πέρα ο γενεσιουργός νους είναι το βάθος και η ουσία της ύπαρξης κάθε όντος στην πολλαπλότητα αναφορικά με το δικό μας κοσμικό γένος.Συνάγεται εξ αυτού πως και εντός του αιθερικού νου και της ύλης αυτού υπάρχει συνεχής διαφοροποίηση και όχι μια σταθερή κατάσταση αναλλοίωτων ιδεών που επιμένουν να κυριαρχήσουν το πολυκοσμικό πολυγενικό γίγνεσθαι. Η εγγενής παρουσία του Λόγου στην αιθερική ύλη δημιουργεί αέναη διαφοροποίηση αλλά και η διαφοροποίηση στα πεδία της βαρυτικής υφήλιας ύπαρξης αντανακλά στην αιθερική γενεσιουργό νόηση, την συνείδηση της αιώνιας νεότητας και της αιώνιας ανανέωσης. Οι νέες ροπές της τυχαιότητος επιτάσσουν ή προκαλούν την ανανέωση των ροπών και τροπών και εργονομικών παρεμβάσεων του γενεσιουργού αιθερικού νου. Η ύπαρξη είναι ένας διάλογος γενεσιουργός ανάμεσα στην τυχαιότητα και τον σκοπό, ανάμεσα στην υφήλια ύλη και τον νου της αιθερικής ύλης.

Εξ αυτής της δράσης μορφοποιούνται και οντοποιούνται οι κεντρικές ροπές της γενεσιουργού νοήσεως στις οντότητες των θεών, που εκφράζουν την αιώνια διαφοροποίηση στο αιθερικό πεδίο ως εκδηλώσεις του νου.

Ύλη και νους και θεοί είναι δυνάμεις αδιαχώριστες και συνδιαλεγόμενες στο αιώνιο γίγνεσθαι. Η εργονομική και σκοπούσα παρέμβαση της νόησης και των θεών που αποτελούν τις κεντρικές αρχετυπικές ροπές της νόησης συνυφαίνεται με την εκτροπή από κάθε σκοπό μέσα από την εγγενή αυτονομία και αυτοδυναμία της αιθερικής και βαρυτικής ύλης που έχει ως τρόπο της τον Λόγο.

Την φιλοσοφία που αναδεικνύει αυτό το κοσμικό γεγονός ονομάζω Νεολογικό υλοθεϊσμό περιγράφοντας τον Νέο Λόγο ως τρόπο του νοείν και του γίγνεσθαι – είναι ως και την ουσία της ύλης της νόησης και των θεών.

Εκ του γεγονότος της αλλαγής που συμβαίνει μέσα στον γενεσιουργό νου ως αναγκαίο παρακολούθημα της αδιάκοπης αλλαγής στο μορφοποιητικό γίγνεσθαι εκπορεύονται κατά αναγκαιότητα οι θεοί ως πρωτογενείς οντότητες. Διότι αν ο νους ήταν αναλλοίωτος καμία οντότητα νοητικής ενεργείας δεν θα μπορούσε να παραχθεί. Επειδή ο νους υπόκειται σε γίγνεσθαι και συνεχή διαφοροποίηση αναπαράγει την δύναμη του και την ουσία του μέσα στα όντα και δια των όντων επεκτείνει την δράση του στα κοσμικά γένη. Η γέννηση των θεών είναι συμβάν αναγκαιότητος μέσα στη σχέση της πρωταρχικής νόησης με την μορφογενετική κίνηση της αιθερικής πρωταρχικής ύλης προς την πολλαπλότητα των κοσμικών γενών. Συνεπώς η γέννηση των θεών (θεογονία) δεν λαμβάνει τέλος αλλά παρατείνεται και εκτείνεται ως δυνατότητα του γενεσιουργού νου στην αιωνιότητα σύμφωνα με την τάξη των νοητικών μεταβολών.

Συνάγεται επίσης ότι οι πρωταρχικές οντότητες που ονομάζουμε θεούς, υπόκεινται σε συνεχή διαφοροποίηση και εξέλιξη πνευματική όπως κάθε ον που διαθέτει νουν και ψυχή.

Περί ταχύτητας και φωτός (συνέχεια του προηγουμένου)

Κάθε μορφή αποτελείται από την δομική ταχύτητα και την εις χώρο ταχύτητα σε σχέση με την περιβάλλουσα ολότητα. Συνεπώς κάθε ταχύτητα είναι σχετική με την μορφική δομή της και την σχέση της δομής αυτής που αποτελεί την μορφή με την περιβάλλουσα πραγματικότητα που ανάγεται στο περιέχον κοσμικό γένος. Συνεπώς και το φως είναι μορφή με εσωτερική σύνθεση ταχυτήτων και εξωτερική ταχύτητα στο χώρο σε σχέση με τους περιορισμούς του κοσμικού μας γένους. Η εσωτερική δομή του φωτός αποτελεί περιφορά μετάπτωσης από την άπειρη ταχύτητα και ενέχει εντός της δομής του την νοητική ενέργεια σε βαθμό υψηλότερο και εγγύτερο της πρωταρχικής ύλης από ότι τα απώτερα όντα. Με άλλα λόγια, μέσα στο φως εντυπώνεται ο νοητικός σκοπός και εν γένει το νοητικό σχέδιο του κοσμικού γένους το οποίο μεταφέρεται στις κατώτερες μεταβολές και μεταπτώσεις που παράγουν τη ζωή.

Εφόσον νοούμε τα κοσμικά γένη ως μεταβολές της άπειρης ταχύτητας που είναι ενέργεια νοητική σημαίνει πως δεν μπορεί να τεθεί στη νόηση η ύπαρξη απειροελάχιστου τεμαχίου ύλης ούτε κάποιος ανεξάρτητος χώρος και χρόνος. Ο χώρος και ο χρόνος είναι μεγέθη παραγόμενα εκ της μετάπτωσης στη βαρυτική ύλη από την αιθερική ύλη της νοητικής ενεργείας. Ως μεγέθη παραγόμενα είναι μεγέθη που αίρονται στην πρωταρχική κατάσταση μέσα στη τάξη του καθολικού γίγνεσθαι.

Περί Λόγου – άπειρης ταχύτητας

Ο Λόγος οδηγεί στην απείρωση της ταχύτητας που υπερβαίνει τα όρια του χώρου και του χρόνου. Εξ αυτής της άπειρης ταχύτητας – ενέργειας που έχει συμπεριφορά νου, απορρέουν τα κοσμικά γένη και επιστρέφουν σε αυτήν αενάως.

Περί του είναι και γίγνεσθαι

Περί του νοείν και είναι

Στην γνωρίζουσα συνείδηση μας το νοείν κατά Λόγον αναδεικνύει μιαν εικόνα του πραγματικού κατ’ ανταπόκριση αυτού. Από αυτή τη κατάσταση είναι αδύνατο να εξέλθει η ανθρώπινη εμπειρία.

Σε αυτή τη κατάσταση έχουμε μερική και αποσπασματική θέαση του πραγματικού.

Μόνον ο γενεσιουργός νους έχει άμεση θέαση του όλου αλλά και γενεσιουργό συμμετοχή δια της ενεργείας που μεταβιβάζεται στις πρωτογενείς οντότητες. όμως και σε αυτή τη κατάσταση δεν ταυτίζεται το νοείν με το είναι. διότι η ύλη ως ουσία του κόσμου αλληλένδετη με τον τρόπο –Λόγο περιέχει εντός της την τυχαιότητα και μένει ανυπότακτο το γίγνεσθαι της στην γενεσιουργό, μορφοποιό νόηση και στις πρωτογενείς οντότητες.

Η ύλη σε όλες τις φάσεις της έκπτυξης της διατηρεί την έλλογον αυτονομία της και καταστρέφει, αποδομεί ή μεταλλάσσει κάθε σχέδιο που της επιβάλλεται από την ενδογενή εις αυτήν νόηση και τα οντικά παράγωγά της.

Η νόηση είναι ένας από τους τρόπους ύπαρξης της ύλης και δεν ταυτίζεται με αυτήν.

Η ψυχή πέραν της παρούσας ύπαρξης ίσως φτάσει σε ανώτερες καταστάσεις του ειδέναι, καταστάσεις ανώτερης θέασης και συμμετοχής στη γενεσιουργό δράση.

Σε μια τέτοια ενδεχόμενη περίπτωση πρέπει να είναι εξοπλισμένη με γνώση και να έχει αναπτύξει την δυνατότητα της εργονομικής ενέργειας και το ήθος.

Όμως καμιά δράση δεν μπορεί να τιθασεύσει το γίγνεσθαι σε απόλυτο βαθμό ούτε και η δράση των θεών και της πρωτογενούς συμπεριφοράς της ύλης ως νοητικής δράσης.

Η ανυπότακτη τυχαιότητα εδρεύει στην ουσία του κόσμου.

Τούτο σημαίνει πως η γνώση του γίγνεσθαι είναι ασύλληπτη από την νόηση.Διότι το γίγνεσθαι παράγει εσαεί το καινούριο και το απρόβλεπτο.

Η γνωρίζουσα νόηση μας μπορεί να προσεγγίσει μερικώς το γίγνεσθαι και να κατανοήσει τους σταθερούς νόμους και δυνάμεις αυτού που αποτελούν την γνώση του είναι και την αλήθεια την καθ’ ημάς.

Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί η νόηση μας να διεισδύσει στην βαθύτερη βούληση και τα οράματα του γενεσιουργού νου και των θεών. Θολή εικόνα μόνο έχει περί αυτών.

Με λίγα λόγια η γνωρίζουσα νόηση μας μπορεί να γνωρίσει το πραγματικό και να ελπίζει πως στην εξελικτική της πορεία θα αποκτήσει καθαρότερη ορατότητα. Τούτο για να γίνει κατορθωτό θα πρέπει να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από τις δεισιδαιμονίες και την προσκόλληση στα παρηγορητικά ψεύδη ώστε να απελευθερωθεί η νόηση του. Αν αντίθετα παραμείνει δέσμιος των ψευδών τότε και η δυνατότητα του νοείν θα υποβαθμιστεί μέχρι να καταντήσει αν δεν έχει ήδη καταντήσει έτσι, ένα λογικό εργαλείο που θα εξυπηρετεί την κακεντρέχεια και την πονηρία του ως ενός κοινού αρπακτικού θηρίου που θα απολέσει δια παντός την βούληση του ειδέναι ως πρωταρχικής και υπάτης εκδήλωσης της εσωτερικής ελευθερίας.

Σημείωση: Τα σταθερά δεδομένα του γίγνεσθαι αποτελούν το Είναι αυτού. Ως τέτοια σταθερά δεδομένα είναι ο Λόγος, η ενέργεια και ο Νους. Τούτα είναι τα πρωταρχικά σταθερά δεδομένα εκ των οποίων παράγονται και άλλα δευτερογενή, όπως οι ιδέες, η βούληση, το νοητικό όραμα του κόσμου, οι θεοί, η ψυχή κλπ.

Περί των κοσμικών γενών

Η κατά Λόγον έκπτυξη της πρωταρχικής ουσίας – ενέργειας δημιουργεί κατά αναγκαιότητα κοσμικές ολότητες που αναπτύσσουν εντός τους ιδιάζουσα μορφογένεση που τα καθιστούν κοσμικά μορφοποιητικά γένη. Η μετάπτωση από την άπειρη ταχύτητα δημιουργεί στις πρωταρχικές υπερ- χωροχρονικές της εκδηλώσεις διαφοροποιητικές ροπές που συνδυάζονται με την σκοπούσα γενεσιουργό νόηση για να εξελιχθούν στη συνέχεια σε κοσμικά γένη.

Συνεπώς η πολλαπλότητα των γενών βρίσκεται μέσα στην άπειρη ουσία και αιθερική κατάσταση της ύλης από όπου απορρέει η χωροχρονική μορφογένεση που δεν νοείται ως έχουσα στο σύνολο της αρχήν και τέλος. Η πολλαπλότητα των κοσμικών γενών είναι συμφυής με την απειρότητα της αιθερικής ταχύτητος και είναι αδύνατο να υπάρξει η μία χωρίς την άλλη. Απειρότητα και πολλαπλότητα συνυπάρχουν ως μία ενιαία ολότητα αενάου ΦΥΣΕΩΣ, όπου οι χωροχρόνοι απειρίζονται και το άπειρο χωροχρονίζεται. Αυτή η αέναη κίνηση ανάμεσα στο περατό και το άπειρο συμβαίνει μέσα από περιοδικές διαφοροποιούμενες ανακυκλήσεις κοσμικών γενών.

Οι κατηγορίες της αρχής και του τέλους δεν μπορούν να τεθούν μέσα στο άπειρο, ούτε να στηριχθούν στον Λόγο παρά μόνο σε χωροχρονικά πλαίσια.

Ο ίδιος ο Λόγος αναιρεί την ιδέα του άπειρου χρόνου και χώρου και πολύ περισσότερο αναιρεί την μεταφυσική πεποίθηση ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν κατηγορίες του νοητού. Ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές των οντικών ολοτήτων ή κοσμικών γενών και υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις αλληλένδετες με τις διαφοροποιήσεις των κοσμικών γενών. Υπάρχουν δηλαδή τόσοι χωροχρόνοι όσα και κοσμικά γένη υποκείμενοι σε συνεχή διαφοροποίηση.

Νοείται επίσης πως ο χωροχρόνος έκαστου κοσμικού γένους διαφοροποιείται συνεχώς και δεν αποτελεί σταθερό μέγεθος ανεξάρτητο από την δομή των ταχυτήτων του κοσμικού γένους. Η πορεία του κοσμικού γένους προς την κατωτάτη ταχύτητα αναπτύσσει διαφορετικό χωροχρόνο από την πορεία προς την ανωτάτη ταχύτητα και την εκπύρωση ή την άρση στην άπειρη ενέργεια και ταχύτητα.

Τα κοσμικά γένη δεν είναι άπειρα αλλά πολλά ως παρευρισκόμενα, άπειρα όμως ως γενόμενα στο διηνεκές. Άλλα φύονται στις παρυφές των υπαρχόντων κοσμικών γενών και άλλα εντός αυτών ως δυσπλασίες ή ανορθωτικές ευπλασίες σύμφωνα με την τάξη των ταχυτήτων. Μεταξύ των κοσμικών γενών ασκούνται συμπιεστικές δυνάμεις, συγκλίνουσες και αποκλίνουσες ροπές ενεργείας. Αυτές οι κινήσεις των μαζών ενεργείας συμβάλλουν στη γένεση και τη φθορά των κοσμικών γενών.

Σύμφωνα με τον Λόγο, κοσμικά γένη παράγονται εξ απορροής ή από απευθείας καθοδικές χωροχρονήσεις της αιθερικής ύλης κατά την τάξη της διαφοροποίησης των κοσμικογενών ταχυτήτων και την ανάπτυξη αυτών.

Κοσμικά γένη με μεγαλύτερη χωροχρονική ταχύτητα σημαίνει με περισσότερη νόηση και αντιθέτως. Κοσμικά γένη με μικρότερη χωροχρονική συνισταμένη ταχύτητα σημαίνει ολιγότερη νόηση ή ελαχιστότατη δυνατότητα ανάπτυξης νόησης. Περί μεγαλύτερης ή μικρότερης ταχύτητος ομιλούντες χρησιμοποιούμε ως μέτρο την δική μας συνισταμένη ταχύτητα του ηλιακού φωτός.

Οι νόμοι που διέπουν τα κοσμικά γένη δεν διαφέρουν από τους νόμους που διέπουν τα καθέκαστα όντα εντός αυτών.

Περί των θεών ως μέρος της κοσμολογίας

Όπως από την πρωταρχική κατάσταση της ουσίας, της αιθερικής νοητικότητας, απορρέουν τα κοσμικά γένη κατά αναγκαιότητα του διαφοροποιητικού Λόγου έτσι απορρέουν ως όντα αιθερικής σύστασης (δηλαδή ύλης υπερ-χωροχρονικής) οι κεντρικές ροπές της νόησης. Από αυτή την οντογένεση στο αιθερικό πεδίο μεταβαίνει η σκοπούσα ενέργεια του Νου στα κοσμικά γένη και στις εντός αυτών οντογενέσεις. Ο νους κινείται και δρα και συμμετέχει στο γίγνεσθαι οντογενετικώς και όχι κατά τρόπο αφηρημένο. Ο Νους δεν διανοείται απλώς αλλά διανοούμενος οντοποιεί. Και εισάγει τον σκοπό μέσα στο έργο, μέσα στο δημιούργημα.

Τις πρωταρχικές οντότητες που αποτελούν οντογενετική εκδήλωση των κεντρικών ροπών της γενεσιουργού νοήσεως ή νοητικής ενεργείας της αιθερικής ύλης ονομάζουμε θεούς διότι έχουν νοητική θέαση και άμεση μορφοπλαστική ενέργεια δια της σκέψης. Η νοητική ενέργεια των θεών είναι άμεσα οντογενετική και τροποποιητική και παρεμβατική μέσα στον ρουν της ύλης που διεπόμενη από τον Λόγο παράγει το τυχαίο ή άσκοπο. Οπότε η ενέργεια των θεών ως μεταφορά της βαθύτερης ενέργειας του γενεσιουργού Νου δεν υποτάσσει το γίγνεσθαι αλλά εμβάλλει εις αυτό τον σκοπό και την μορφή που αμφότερα υπόκεινται σε τυχαιογενή διαφοροποίηση.

Περί της πρώτης και ύστερης φιλοσοφίας

Ο περί θεών λόγος (θεολογία) έπεται της πρώτης φιλοσοφίας που είναι η τροπολογία (λόγος περί του τρόπου του νοείν) και ως εκ τούτου αποτελεί μέρος της πρωταρχικής κοσμοθέασης.

Χωρίς την πρώτη φιλοσοφία δεν μπορεί να ασκηθεί η θεολογία από κάποιο ιερατείο.

Διότι ο δρόμος προς την γνώση των θεών είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας. Το όργανο της αλήθειας και της γνώσης είναι ο νους. Η δε θεολογία αποτελεί μέρος της κοσμολογίας.

Από την πρωταρχική νόηση εκπορεύονται οι οντογενετικές ροπές και ο σκοπός ο οποίος μεταφέρεται στη δράση και την ουσία των πρωτογενών οντοτήτων και εξ αυτών προς τις υστερογενείς έμψυχες οντότητες που οι ψυχές τους απορρέουν από την ουσία των θεών.

Ο περί θεών λόγος δεν είναι θρησκευτικός αλλά οντολογικός και αποτελεί μέρος της κοσμολογίας.

Η θρησκευτική παράσταση των θεών εδράζεται στην ποιητική φαντασία και συνιστά εξ αρχής απομάκρυνση από την θέαση και την ουσία των θεών.

Παραγόμενη σκέψη: περί των θείων ροπών και υποστάσεων

Εκ της άπειρης ταχύτητας της έχουσας συμπεριφορά νου προέρχονται ή εκδηλώνονται οι κεντρικές αρχετυπικές ροπές της νόησης που υπηρετούν το σκοπό που η νόηση εμβάλλει στο γίγνεσθαι και επαυξάνουν την ποιητικότητα του. Οι κεντρικές ροπές, όπως οι ψυχές των ανθρώπων, δεν είναι εννοήματα αλλά οντότητες που συνεπικουρούν τη δημιουργία. Πόσες και ποίες είναι αυτές οι θείες οντότητες η γνωρίζουσα νόηση μας αδυνατεί να προσεγγίσει με ακρίβεια, προσεγγίζει όμως κατά ανταπόκριση των εν τη Φύσει ροπών του γίγνεσθαι και εν τη ανθρωπίνη φύση κυρίως. Έτσι με θαυμαστό τρόπο οι μεγάλοι έλληνες μύστες και μυθολόγοι περιέγραψαν την άρχουσα ομάδα ή συμβούλιο των θεών στην ιερή τους συνεργασία για την επαύξηση και διεύθυνση της δημιουργίας. Βέβαια αργότερα προσετέθησαν από τους ποιητές και πάθη ανθρώπινα στους θεούς που καμία σχέση έχουν με την ουσία τους και το πνεύμα τους. Όμως σημασία έχει να κατανοήσουμε την ύπαρξη και ουσία των θεών και να διαφυλάξουμε τα ονόματα που έδωσαν σε αυτούς οι πατέρες μας.

Εκ των θεών υπάρχουν άλλοι μεν αιθέριοι άλλοι δε ενσύμπαντοι ή συνδεδεμένοι με τα κοσμικά γένη κατά τον τρόπο που είναι συνδεδεμένη η ανθρώπινη ψυχή με το σώμα, ως θεοί πάσχοντες που μεταφέρουν στη βαρυτική ύλη, με την τιτάνια και γιγαντική ορμή της, την ιερή βούληση του Πανθέου και πλάθουν τη ζωή και τα σώματα που προσδέχονται την ψυχή.

Φανερώσεις της θείας βούλησης μπορούν να γίνουν στην ανθρώπινη ιστορία και γίνονται μέσα από ανακυκλήσεις τελειοθέντων ψυχών που διεσώθησαν στην ιερή μνήμη ή από πρωτογενείς ενανθρωπίσεις ψυχών τελείων και πεπροικισμένων εκ των θεών.

Περί των θεών: Οι πρωτογενείς οντότητες είναι γεννήματα εκ της σχέσης άσκοπης και σκοπούσας ενέργειας της πρωταρχικής κατάστασης της ύλης. Τα εν χωροχρόνω γεγενημένα όντα είναι υστερογενή.

Τα εγγύτερα στην πρωταρχική ταχύτητα πρωτογενή όντα είναι σύστασης αιθερικής προ-χωροχρονικής και προ-βαρυτικής και κινούνται μέσα στη ταχύτητα του νου. Όντα αθάνατα με σκέψη γενεσιουργό, σκέψη μορφοποιό και σκοπό που διαπερνά τους χωροχρόνους. Τα όντα τούτα δικαιούται η δική μας γνωρίζουσα νόηση ως εκδήλωση της πρωταρχικής νόησης να τα ονομάσει θεούς. Προς αυτούς ο άνθρωπος μέσα στη ροή της ζωής του οφείλει να έχει στραμμένο το βλέμμα της ψυχής με ευσέβεια και αφοβία και να προσελκύει την αγνή φιλία τους στον μακρύ δρόμο της εξέλιξης και της κοσμικής περιπέτειας της ψυχής. Τούτη είναι η ουσία της εμβίωσης του θείου χωρίς μεσολαβητές και. αντιπροσώπους των θεών που μετατρέπονται σε τυράννους της ανθρώπινης ύπαρξης. Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζονται τελετές και τελετάρχες και ναοί και έργα τέχνης λαμπρά. Τουναντίον όλα τούτα είναι αναγκαία για την κοινότητα και την συντήρηση της μνήμης του θείου ώστε να μην αφήνεται η ψυχή να καταπίπτει στα ερέβη της ασέβειας και της εγωπάθειας αλλά να υψώνεται προς τους θεούς με φιλοσοφική συνείδηση και ανοικτοσύνη προς την πραγματική φύση και ουσία αυτών.

Οι θεοί που προσπίπτουν στη δική μας συνείδηση είναι οι ομό-Λογοι θεοί που η ουσία τους ομολογεί στη τάξη του Λόγου ως εναρμόνια δράση. Με την λέξη δράση εννοούμε σκοπούσα και επικεντρωνόμενη ενέργεια.

Άπαντες οι θεοί μετέχουν της βαθύτερης αγάπης που χαρακτηρίζει την νοητική βούληση και εκδηλώνεται ως μέριμνα και αγώνας και διακόσμηση και εργονομία κατά την τάξη της αρμονίας και της ωραιότητας. Αυτές οι πρωταρχικές καταστάσεις της συνείδησης δεν αποχωρίζονται επ ουδενί λόγω από την ουσία των θεών η δράση των οποίων συγκοινωνεί και αναδεικνύει το πάνθεον ως την υπάτη ενότητα της θείας δράσης.

Στο κόσμο των θεών δεν αναπτύσσεται η εγωπάθεια και τα συμπαρομαρτούντα πάθη που την συνοδεύουν. Οι άνθρωποι όντες εγωπαθείς αποδίδουν τα δικά τους ελαττώματα στους θεούς και νομίζουν οι αδαείς ότι οι θεοί ομοιάζουν σε αυτούς.

Η βαθύτερη κατάσταση του γενεσιουργού νου είναι επίγνωση αγάπης και θαυμασμού της ζωής εκ των οποίων απορρέει η απόφαση του ατελεύτητου αγώνος. Οι καταστάσεις αυτές αντανακλώνται στις πρωτογενείς οντότητες των θεών που δεν είναι όντα μακάρια μέσα στην αδράνεια τους αλλά που ευρίσκονται σε αδιάκοπη δράση και μέριμνα και αγάπη και θαυμασμό για τον κόσμο.

Περί της ονοματοθεσίας των θεών

Οι πρωτογενείς οντότητες (θεοί) νοούνται μέσα στο νοητό ως πρωταρχικές οντογενετικές εκδηλώσεις των αρχετυπικών ροπών της γενεσιουργού νοήσεως, Η ανίχνευση αυτών των ροπών πραγματοποιείται από την γνωρίζουσα νόηση μέσα στο χώρο της ύπαρξης όπου είναι εκδηλωμένες αυτές οι πρωταρχικές ροπές, οπότε εξ αυτής της ανίχνευσης τίθεται η ονοματοθεσία των πρωταρχικών ροπών ή θεών. Με ένα λόγο ο άνθρωπος δίνει τα ονόματα στους θεούς μέσα στην εξελικτική πορεία της κατανόησης του όντος. Ως εκ τούτου η ονοματοθεσία των θεών που αναφύεται μέσα από την εξελικτική διαδικασία κατανόησης της Φύσης περιέχει την ποίηση που δι’ αυτής εκφράζεται όχι μόνο η ατομική ύπαρξη αλλά η συλλογική συνείδηση της εθνοφυλετικής κοινότητας. Δια τούτο ο ονοματισμός των θεών διαφέρει σε κάθε εθνοφυλετική οντότητα και πρέπει να διαφέρει για να εναρμονίζεται με τον ψυχισμό και την περιπέτεια εκάστου στην ιστορία και να προσδένεται με την εθνικοφυλετική ταυτότητα του. Τούτο σημαίνει πως είναι εναρμόνιο με την ζωή να έχει κάθε έθνος το δικό του τρόπο του θρησκεύειν και του ονομάζειν τους θεούς που γίνονται οι δικοί του θεοί, οι εθνικοί του θεοί. Είναι μέγα σφάλμα και έγκλημα κατά της ελευθερίας του λόγου να θέλει ένα έθνος να επιβάλει στα άλλα την περί θεών αντίληψη του και ονοματοθεσία. Εξ αυτής της αρχής ο πολυθεϊσμός προάγει την πολυφωνία και υπεραμύνεται της ελευθερίας και της ιδιαιτερότητας των εθνών. Ο πολυθεϊσμός προάγει την ειρήνη μεταξύ των εθνών.

Περί θεών

Οι θεοί δεν νοούνται μέσα στα πλαίσια του χώρου και του χρόνου. είναι μορφές της άπειρης νοητικής ενέργειας συμφυείς με την απειρότητα της. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την αέναη θεογονία ως αντανάκλαση και ανταπόκριση στην καθολική διαφοροποίηση των κοσμικών γενών δηλαδή ως εσωτερική εξέλιξη του πανθέου. Οι θεοί που ένα μέρος της ουσίας τους χρονούται μέσα στα κοσμικά γένη πάσχουν και ανελίσσονται αενάως. Τούτη την θεία κατάσταση συνέλαβαν στη διάνοια τους οι έλληνες κοσμολόγοι και μυθολόγοι και την περιέγραψαν στο μύθο του Ζαγρέα – Διονύσου. Όπως η ψυχή εισέρχεται ή ανάπτει μέσα στο σώμα του ανθρώπου και καθοδηγεί πάσχουσα την ύπαρξη έτσι και η ψυχή του θεού εισέρχεται στο κοσμικό γένος και πάσχουσα επιτελεί τους σκοπούς της θείας βούλησης. Υπάρχουν θεοί που δρουν στο αιθερικό πεδίο και θεοί που κοσμικεύονται, εισέρχονται στα κοσμικά γένη και μεριμνούν για την αρμονία και την γέννηση της ζωής.

Το κλείσιμο της περί θεών αντίληψης στα καλούπια της θρησκείας και της δημόσιας λατρείας είναι συνήθως πράξη αποξένωσης από την ουσία των θεών και την ενέργεια τους.

Η τιμή προς τους θεούς έχει το νόημα της ανοικτοσύνης της ψυχής προς την ενέργεια τους και δεν μπορεί να περικλειστεί σε θρησκευτικά δόγματα. Ο άνθρωπος μπορεί να ονοματίσει τους θεούς έχοντας επίγνωση του ανθρωποκεντρικού ποιητικού νοήματος αυτής της πράξης (της ονοματοθεσίας) και μένοντας πάντα ανοικτός προς το άγνωστο και ασύλληπτο από την γνωρίζουσα νόηση πάνθεο και την βαθύτερη βούληση του.

Μέσα από την μνήμη της γενεσιουργού νοήσεως και του πανθέου είναι δυνατό να ανασυρθεί στην ύπαρξη κάθε μερική μορφή ζωής σε νέο πάντοτε διαφοροποιούμενο περιβάλλον ή περιέχον. Οι εμπειρίες από όλα τα κοσμικά γένη εγγράφονται και αξιολογούνται στην κοσμική μνήμη. Οπότε εξ αυτής της μνήμης είναι δυνατή η ανασύσταση της μορφής και όχι από τα βαρυτικά της στοιχεία που με τον θάνατο ή την διάλυση επανήλθαν στο ποτάμι του γίγνεσθαι.

Ότι αξίζει να ζήσει αιώνια σύμφωνα με την κρίση των θεών είναι δυνατόν να ανασυσταθεί μετά θάνατον. Ότι δεν αξίζει χάνεται μέσα στην αιώνια λήθη.

Μνήμη και σκέψη είναι δυο μεγέθη αλληλένδετα. Σκέψη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μνήμη. Έτσι κατανοείται η γενεσιουργός νοητική ενέργεια ως απορρέον της θέασης και της μνήμης. Η μνήμη καταγράφει την εμπειρία του γίγνεσθαι εκ της οποίας αναπαράγεται η ζωή σε διαφοροποιούμενη ροπή κατά Λόγον αλλά και ανυψώνεται στο σκοπό του καλλίστου κοσμικού γένους που είναι το όραμα της ποιητικής σκέψης της γενεσιουργού νοήσεως και των θεών στο οποίο προστίθενται οι ποιητικές εμπειρίες και γνώσεις και οραματισμοί των υστερογενών οντοτήτων όπου ανήκουμε και εμείς οι άνθρωποι.

Σε μεγάλη εορτή θα ανταμωθούμε (στίχος του Χαίρτερλιν) με τους θεούς και τους φιλοσόφους, τους ποιητές και τους ήρωες και τους απλούς ανθρώπους του μεγαλειώδους ήθους για να πορευθούμε προς το κάλλιστο κοσμικό γένος.

Περί νοητικής ύλης και κοσμικής ψυχής

Η εκτατή πραγματικότητα συνέχεται με την υπέρ-εκτατη και αποτελεί διαφοροποίηση της πρωταρχικής κατάστασης της ύλης που εκπτύσσεται κατά Λόγο και Σκοπό.

Η άπειρη ταχύτητα έχει ως μια εκ των συμπεριφορών της την γενεσιουργό νόηση. Η κεντρική ροπή της πρωταρχικής ύλης είναι άσκοπη έκπτυξη κατά διαφοροποιητικό λόγο.

Τούτο σημαίνει πως η μετάβαση προς το εκτατό μεταφέρει την τυχαιότητα και το άσκοπο της ενεργείας μαζί με τον σκοπό της γενεσιουργού νοήσεως.

Έτσι ο κόσμος τίθεται ως σύμμειξη άσκοπης και σκοπούσας ενέργειας. Μια κατάσταση που επικρατεί στο εύρος της ολότητος και της αιωνιότητος δηλαδή μέσα σε όλα τα όντα.

Ο κόσμος είναι σύνθεση άσκοπης και σκοπούσας ενέργειας – ύλης.

Συνεπώς η πρωταρχική σχέση νοείν και άσκοπης ύλης είναι σχέση οντο-γενετική.

Εκ της σχέσης αυτής αναδύεται η αρχή και οντότητα της ψυχής ως αιθερικής σύνθεσης νοητικής και ενεργειακής δράσης πέραν των μορφών των κοσμικών γενών και των χωροχρονικών ταχυτήτων. Η κοσμική ψυχή είναι η Εστία πού μέσα της μορφοποιούνται οι πρωταρχικές οντογενέσεις ή οι κεντρικές γενεσιουργές ροπές της νόησης που είναι οι θεοί.

Τα πρώτα όντα της δημιουργίας (πρώτα όχι με την έννοια την χρονική αλλά την οντολογική ως πρωταρχικά) είναι με λίγα λόγια όντα αιθερικά που εκφράζουν τις αρχετυπικές ροπές της δημιουργίας που αναπτύσσονται μέσα στην γενεσιουργό νόηση και την κοσμική ψυχή. Τα αιθερικά αυτά όντα τα εγγύτερα στις αρχετυπικές ροπές είναι οι θεοί και τα απώτερα είναι άλλες αιθερικές οντότητες κατώτερες των θεών αλλά συνεργές και συνομόλογες αυτών. Χρονουμένης όμως της πρωταρχικής ύλης η νοήμων οντογένεση περνά μέσα από την ανάπτυξη της σωματικότητας για να καταλήξει σε μορφές νοήμονος ζωής όπως την ανθρώπινη που ας σημειωθεί δεν μπορεί να νοηθεί ως η μοναδική αλλά μια εκ των πολλών μέσα στα κοσμικά γένη.

Σκοπός της αέναης δημιουργίας μορφών εκ του γενεσιουργού νού είναι η ανάδειξη της ζωής και ο αυτοσκοπός του παιχνιδιού και της χαράς που προέρχεται από αυτό. Σκοπός που διαχωρίζεται από την αναγκαιότητα της δράσης του γενεσιουργού νου ή της νοητικής πρωταρχικής ύλης.

Συμπέρασμα περί του Τρόπου και Είναι

Για να ορίσουμε τον τρόπο σκέψης και τις μεθόδους του πρέπει να σκεφτούμε τα πράγματα. Δεν μπορούμε να ορίσουμε τους νόμους της λογικής, τους νόμους της σκέψης έξω από την σκέψη των πραγμάτων. Ο νέος Λόγος – τρόπος αναδύεται μέσα σε αυτή τη σχέση, οπότε ορίζεται ως αφετηρία της έρευνας περί του νοείν και του είναι, η κατ’ αίσθηση πολλαπλότητα.

Για την ανάδυση του Λόγου συνεπικουρούν οι μέθοδοι σκέψης που είναι: η εστίαση, η περιγραφή, η αναγωγή, η απλοποίηση που οδηγεί στην υπερ-γεομετρική παράσταση της σκέψης πέρα από τα δεσμά της γλώσσας σε ένα πεδίο υψηλής ταχύτητας, ο παραγωγικός συνδυασμός, η σύνθεση των νοημάτων, η προέκταση της δηλοτηκότητας των εννοιών και τέλος η κοινή δράση Λόγου και μεθόδων που διανοίγουν την νοητική όραση ή ενόραση ή θέαση του όντος.

Γ. Δεύτερη φιλοσοφία

Στη δεύτερη φιλοσοφία που ακολουθεί την νεολογική τροπολογία και κοσμολογία, εξετάζονται ουσιώδη φιλοσοφικά ζητήματα που η προσέγγιση τους εστιάζεται στις αρχές και τα θεμέλια τους, αφήνοντας ανοικτή την δυνατότητα ευρύτερης και λεπτομερούς ανάπτυξης που παραλείπεται στο παρόν έργο.

Περί της ανθρώπινης ύπαρξης

Η ανθρώπινη ύπαρξη συνάγεται από τα προλεγόμενα στη πρώτη πρόταση ως ο τόπος της φανέρωσης της αίσθησης, της νοητικής εποπτείας και της βούλησης.

Η σκέψη επίσης εμφανίζεται ως ενέργεια ενδιάμεση ανάμεσα στα παρακινήματα των αισθημάτων και την νοητική εποπτεία.

Η αίσθηση παραπέμπει στην εκτατή φύση του σώματος και σύμφωνα με τον Λόγο ανάγεται στην περιέχουσα ευρύτερη έκταση και στις ταχύτητες που αναπτύσσονται εντός της.

Το σώμα είναι αλληλένδετο με αυτές τις ταχύτητες και υπόκειται στην επικράτεια τους. Ενώ από την περιοχή της νοητικής εποπτείας αναγνωρίζεται η ψυχή ως μορφή ανυπόταχτη στις κινήσεις της έκτασης, αυτόνομη ως προς την ουσία της και τις ροπές της.

Έτσι η ύπαρξη καθίσταται ο τόπος της ενότητας αυτών των δύο κινήσεων, της εκτατής και της υπερ-εκτατής. Η ύπαρξη ως γεγονός ενότητας είναι ένα συμβάν παροδικό, ανεπανάληπτο και μοναδικό.

Η ανθρώπινη ύπαρξη συνιστά μορφή της κοσμικής δημιουργίας και ενέχει μέσα της τον κοσμικό σκοπό τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή.

Η ύπαρξη εγγράφεται στη συνείδηση ως κυλιόμενο παρόν και παρουσία μέσα στο κόσμο που μας δίνει η αίσθηση, η σκέψη και η νοητική όραση, εκ της νοητικής εποπτείας.

Δεν νοείται σώμα χωρίς ψυχή και ψυχή χωρίς σώμα. Αμφότερα επιτελούν τον σκοπό τους και αποκαλύπτουν το νόημα τους μέσα στην αμοιβαία έλξη και ενότητα.

Η αιτία του σώματος και της ψυχής ανάγεται στην γνώση της πρωταρχικής κατάστασης και ουσίας του όντος και είναι αδύνατο να υπάρξει πλήρης γνώση της ύπαρξης χωρίς την γνώση της κοσμικής ουσίας και του νοήματος της δράσης της.

Συνεπώς το υπάρχω ή η πρωταρχική συνειδητοποίηση της ‘ύπαρξης δεν αποτελεί βεβαιότητα αλλά το σημείο της αβεβαιότητας και της απορίας που μας εξωθεί και μας παρακινεί στην γνώση, ώστε εξ αυτής να κατανοήσουμε και νοηματοδοτήσουμε την παροδική ύπαρξη μας.

Η αρχική συνείδηση της ύπαρξης είναι συνείδηση της άγνοιας και βούληση του ειδέναι.

Η ανθρωπινή ύπαρξη καθορίζεται και από τις δύο κινήσεις, του σώματος αφενός και της ψυχής αφετέρου. Η κίνηση του σώματος υπόκειται στην σχέση της με την ευρύτερη έκταση που το περιέχει και τις πολλαπλές συμπλεκόμενες ταχύτητες, η δε ψυχή δρα σύμφωνα με την υποστασιακή της ελευθερία εάν δεν εγκλωβιστεί και απορροφηθεί από τις ταχύτητες του σώματος και αναπτύξει κινήσεις ετερόνομες, δηλαδή πάθη.

Ο λόγος περί του σώματος εκτείνεται στην περιέχουσα φύση και την διαπλοκή των ταχυτήτων. Γνώση του σώματος περιορισμένη χωρίς την γνώση των κοσμικών ταχυτήτων δεν νοείται.

Ο λόγος περί ψυχής αφορά στην αυτογνωσία και την εμβάθυνση στην ουσία της γενεσιουργού νοήσεως και των πρωτογενών οντοτήτων.

Μέσα στο σώμα ενυπάρχει η μορφοποιός βούληση της πρωταρχικής νόησης και των πρωτογενών οντοτήτων. Ομοίως και στην μορφή της ψυχής. στο σημείο που ενώνονται το σώμα με την ψυχή για να παραχθεί η ύπαρξη, πραγματοποιείται το εργονομικό σχέδιο ή η εργονομική παρέμβαση της θείας ενέργειας.

Αμφότερες οι δομές του σώματος και της ψυχής ενέχουν την τυχαιότητα η οποία εκδηλώνεται στην ύπαρξη ως ροπή αποδομητική που καταλήγει στην διάλυση της ή στο θάνατο της υπαρκτικής μορφής.

Η επανάληψη ή ανασύσταση της ίδιας υπαρκτικής μορφής είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη.

Το σώμα ως δομή της έκτασης διαλύεται εντός της έκτασης και τα στοιχεία της δομούν άλλες μορφές.

Η ψυχή αν δεν απορροφηθεί από τις κινήσεις του σώματος και χάσει την αιθερική της ταχύτητα, ακολουθεί άλλη πορεία μετά τον θάνατο της εδώ ύπαρξης.

Η Ψυχή είναι η μορφή η πλησιέστερη στην αιθερική ουσία και τις κινήσεις αυτής και ως εκ τούτου η ολιγότερο υποκείμενη στην εγγενή τυχαιότητα.

Όμως ομιλούντες περί της ύπαρξης κατανοούμε πως αυτή είναι μορφή παροντική στο τόπο και χρόνο του κοσμικού γένους μέσα από την οποία επιτελείται η διάνοιξη προς το είναι ως ενέργημα της ψυχής δια του σώματος. Συμβαίνει όμως και η απορρόφηση της ψυχής από τις ταχύτητες του σώματος και ο θάνατος αυτής με την διάλυση της ύπαρξης.

Περί σώματος

Το σώμα απορρέει μέσα από την μακρά πορεία του κοσμικού γένους και την σχέση της μορφοποιητικής βούλησης και της τυχαιότητας, της σκοπούσας ενέργειας και της άσκοπης έκπτυξης του γίγνεσθαι.

Συνεπώς μέσα στο σώμα συμβαίνει η συνεύρεση δύο ροπών. η ροπή της επικέντρωσης της μορφοποιητικής ενεργείας και η ροπή της αποδόμησης της μορφής ή της απομάκρυνσης της από την σκοπούσα νόηση.

Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ποικιλία των φυλών και των μορφών που επαυξάνεται με το άναμμα της ψυχής μέσα στα σώματα.

Μέσα στο σώμα και τους κώδικες του αίματος ενυπάρχει ο σκοπός ο διερχόμενος εκ του φωτός και του Ηλίου ως τροπή αυτού. Το αίμα είναι τροπή του φωτός. Και το σώμα είναι η δάδα που ανάπτει από το αιθερικό φως προσδεχόμενο την ψυχή.

Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από διάφορα υποσύνολα ταχυτήτων με διαφορετική συνισταμένη ταχύτητα και άπαντα τα μέρη ενώνονται και υπακούουν σε μία ροπή και ένα σκοπό. Ο ύπατος σκοπός της δημιουργίας του σώματος είναι να προσδεχθεί τη ψυχή και να υπηρετήσει τους σκοπούς της.

Το σώμα είναι η δάδα που ανάπτει την ψυχή.

Η ψυχή καταυγάζει το φως της με την γνώση και την αρετή ή σβήνεται και απορροφάται από την έκταση μέσα από την αμάθεια και την καταβύθιση της στα πάθη.

Συμπερασματικά, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι το σημείο που ενώνεται ο κύκλος ο διαγραφόμενος εκ δύο κατευθύνσεων. Η πρώτη κατεύθυνση έρχεται μέσα από το φως και την βαρυτική ύλη (σωματικότητα) και η δεύτερη έρχεται από την αιθερική διάσταση της ύλης από όπου εκπορεύεται η νοήμων ψυχή.

Σκοπός αυτής της ένωσης που συνιστά την ύπαρξη είναι η επέκταση της γενεσιουργού νοήσεως και της ενέργειας των θεών μέσα στην εκτατή ύλη. Επέκταση που αποτελεί συνάμα συσσώρευση πνευματικής εμπειρίας που προστίθεται στην συνείδηση του πανθέου για να χρησιμοποιηθεί ως υλικό δημιουργίας και βελτίωσης της κοσμικής ζωής.

Ο θείος λόγος της ανθρώπινης ύπαρξης ως πραγμάτωσης της θείας ενεργείας και του σκοπού, προσδίδει εις αυτήν ιερή αποστολή. και ανταμοιβή μεγάλη στο κοσμικό γίγνεσθαι.

Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι επέκταση της θείας ζωής.

Όσοι το κατανοήσουν ενώνονται με τον θείο σκοπό και αξιώνονται μεγάλης μοίρας, όσοι δεν το κατανοήσουν αφήνουν πίσω τους χθαμαλές εμπειρίες και ακολουθούν την πορεία της τυχαιότητας μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας, της εγωπάθειας και της υπεροψίας που την συνοδεύει.

Ότι ενώνεται με το θείον και τον Λόγο αυτού, προσλαμβάνει την δωρεά της αιωνιότητας και εξελίσσεται και αναβαθμίζεται μέσα στην πολλαπλότητα των κοσμικών γενών και την κίνηση προς το κάλλιστο κοσμικό γένος. Εκεί οι διασωθείσες ψυχές δύνανται να λάβουν τις εικόνες των σωμάτων με τα οποία ανεδείχθησαν και διέπρεψαν στην θεία ζωή σύμφωνα πάντα με την τάξη του Λόγου-τρόπου του όντος.

Οι υπάρξεις που έμειναν μέσα στον κυκεώνα της ανοησίας και της εγωϊκότητας διαλύονται και τα σώματα και οι ψυχές τους μέσα στα προρρέοντα υλικά τους.

Η συνειδητοποίηση του σκοπού της ύπαρξης ενισχύει την επικεντρωτική ενέργεια της θείας ουσίας και αποτρέπει την επίδραση των αποδομητικών ροπών της τυχαιότητας.

Όπως το σώμα δύναται να έλξει την ψυχή και να την απορροφήσει μέσα στα πάθη του ομοίως και η ισχυρή ψυχή δύναται να έλξει το σώμα και να το ανυψώσει στην πορεία της στους ουρανούς. Το γεγονός αυτό περιγράφεται ως μεταρσίωση δηλαδή έφελξη της νοητικής μορφής ή της εικόνας που δόθηκε ως αποτύπωμα στην εκτατή ύλη.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ πως η ζωγραφική ως προσέγγιση της εικόνας της φύσης ή του προσώπου, είναι έργο μεταρσίωσης που περικλείνει την αισθητική συγκίνηση από την σπουδή της ομορφιάς.

Ύπαρξη δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ένωση της ψυχής και του σώματος. Συνεπώς ο θάνατος αποτελεί διάλυση της σχέσης και μετάβαση των μεν στοιχείων και ταχυτήτων του σώματος στο βαρυτικό πεδίο, της δε ψυχής στο αιθερικό πεδίο σε μια κατάσταση μετα-ύπαρξης από όπου κατά βουλητική ροπή που ανέπτυξε εν τω βίω κινείται οσμώμενη προς νέα σωματική ένωση είτε στο ίδιο κοσμικό γένος είτε σε άλλο κοσμικό γένος σύμφωνα με την κρίση της θείας νόησης. Οι κάλλιστες ψυχές που ανέπτυξαν θείαν και ηρωική βούληση οδεύουν προς το κάλλιστο κοσμικό γένος το παραγόμενο εκ της συλλογικής εμπειρίας των κοσμικών γενών.

Οι ψυχές των χθαμαλών ροπών χάνουν την ταχύτητα τους και διαλύονται μαζί με το σώμα στα βαρυτικά πεδία της ύλης και στις φοβερές συμπυκνώσεις αυτής.

Μέσα στη σύσταση του σώματος πραγματώνεται ο ιερός σκοπός της γενεσιουργού νοήσεως και των θεών. Ο σκοπός αυτός υπόκειται στην διαφοροποίηση του Λόγου που δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως από την θεία βούληση. Έτσι έχουμε την πολλαπλότητα των μορφών και των φυλών. Όμως μέσα στη πράξη της δημιουργίας ενυπάρχει η επικέντρωση της θείας ενέργειας προς το κάλλιστο και τέλειο υπό τις συμπαρομαρτούσες συνθήκες με μέτρο την επιτέλεση του θείου σκοπού της επέκτασης της νόησης στα βαρυτικά πεδία.

Η εγκατάλειψη του αγώνος του νοείν και η φυλετική αλλοίωση, απομακρύνουν την θείαν ενέργεια και ο άνθρωπος χάνει την ανοδική ανελικτική του πορεία και πέφτει στη καθοδική κίνηση με τραγικές συνέπειες και για την παρούσα ζωή αλλά και για την μέλλουσα πορεία της ψυχής.

Η αφύπνιση κατά συνέπεια έλκει την θείαν ενέργεια εκ νέου, αφύπνιση ατομική και καθολική.

Μέσα στους κώδικες του αίματος αλλά και της ψυχής βρίσκεται κρυμμένο το μεγάλο μυστικό των θεών που υπηρετούν την γενεσιουργό νόηση.

Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σωματικότητα αλλά και ψυχική ενέργεια.

Το αίμα χωρίς την ψυχική συνειδητή ενέργεια δεν παράγει σκοπό και έργο.

Όμως το αίμα περιέχει στους κώδικες του τον θείο σκοπό, οπότε και αν ακόμα η σκέψη και η ψυχή πάρει λάθος κατεύθυνση ή βυθιστεί στην ύπνωση και τα πάθη, η ορμή του αίματος και του εσωτερικού του λόγου δύναται να την αφυπνίσει και να την ανακαλέσει στο πεπρωμένο της.

Αν όμως το αίμα αλλοιωθεί από την φυλετική επιμειξία τότε ο εσωτερικός του λόγος αλλοιώνεται και εκτρέπεται από τον ρούν της σκοπούσας ενέργειας της φύσης. Σε μια τέτοια περίπτωση και η ψυχή σύρεται στην κατιούσα πορεία του σώματος προς το άσκοπο, το χθαμαλό, το εφήμερο, το εγωκεντρικό. Όμως και σε αυτή τη κατάσταση δημιουργεί και πάλι τον δικό της διάκοσμο ως ένα προστατευτικό κέλυφος αυτοπεριορισμού, εκτροπής και παρακμής.

Ο θάνατος προκύπτει μέσα στην φυσική εξέλιξη της ύπαρξης ως διάλυση των συνθετικών της στοιχείων. Ο λόγος του αίματος διασώζεται μέσα στην αναπαραγωγή και ο λόγος της ψυχής διασώζεται δια της δημιουργικής ανοικτοσύνης προς το πραγματικό άπειρο ον και δια της εφέλκυσης του θείου στο ανθρώπινο ήθος. Η ψυχή διασώζεται εάν καταστεί ενδιαίτημα των θεών και αρθεί στην κοινή δράση της δημιουργίας θειοειδούς διακόσμου.

Περί της ψυχής

Γνώση της ψυχής αποκτούμε δια της γνωσιολογίας και οντολογίας τα δεδομένα των οποίων διασαφηνίζονται και αυξάνονται μέσα από την τροπολογία και τις μεθόδους της σκέψης.

Πρώτη γνώση της ψυχής αρχίζουμε να έχουμε από το γνωσιολογικό δεδομένο της υπόστασης. Η ψυχή είναι αλληλένδετη με την υπόσταση ή το υποστασιακό υποκείμενο που εξ αυτού απορρέει η βούληση του ειδέναι.

Εξ αυτής της διαπίστωσης και σε σχέση με την οντολογική ιδέα της κοσμογονικής ροπής της πρωταρχικής ουσίας ως οντογενετικής μετάπτωσης ταχυτήτων συμπεραίνουμε πως η ψυχή είναι σύνθεση αιθερικής ύλης που έχει άμεση καταγωγή από το αιθερικό πεδίο και η ταχύτητα της υπερβαίνει την οριακή ταχύτητα του κοσμικού γένους. Διότι αν ήταν κατώτερης ταχύτητας της οριακής δεν θα είχε καμία δυνατότητα ελευθερίας αλλά θα αποτελούσε εξάρτημα ταχυτήτων του κοσμικού γένους.

Η ψυχή ως περιφορά αιθερικής ύλης αποτελεί μετάπτωση εκ των πρωταρχικών ροπών των θεών και δια των πρωταρχικών ροπών σύμφωνα με την αρχή της απορροής. Συνεπώς η ψυχή δεν είναι άμεσο οντολογικό δημιούργημα της πρωταρχικής νόησης της αιθερικής ύλης αλλά δημιούργημα των πρωταρχικών οντοτήτων. Η ψυχή είναι δημιούργημα των θεών. Δια τούτο σύγκειται εκ των ροπών των πρωταρχικών οντοτήτων και αποτελεί ως εκ τούτου σύνθεση και περιφορά ταχυτήτων.

Προορισμός της ψυχής δεν είναι το ζην αφεαυτής και δι εαυτήν αλλά η ενύλωση της, η ένωση της με τα βαρυτικά πεδία όπου αναδεικνύεται και το συμβάν της ανθρώπινης ύπαρξης.

Συνεπώς η ψυχή δεν έχει αυτοτελή και αυτάρκη ύπαρξη, δεν είναι δηλαδή φύσει αθάνατη αλλά νοείται ως θνήσκουσα μετά την διάλυση της ύπαρξης όπου είναι ενυλωμένη.

Όμως επειδή η ψυχή είναι άμεσο δημιούργημα των θεών που επιτελεί το έργο της επέκτασης της ουσίας αυτών στα χωροχρονικά πεδία ευρίσκεται υπο την συνεχή μέριμνα των θεών ως μέσον συσσώρευσης εμπειρίας που προστίθεται στην γενεσιουργό μνήμη του πανθέου. οπότε και μέσα από αυτή τη σχέση η ψυχή δυνητικά διασώζεται με την εύνοια ή χάρη των θεών ως επιβράβευση των αγώνων της.

Επίσης η ψυχή ως δημιούργημα κατιούσας ταχύτητας και ροπής προς την βαρυτική ύλη ενδέχεται να απορροφηθεί από τις ταχύτητες του σώματος και να σβεσθεί εντός αυτών χάνοντας την αυτοτελή δομή της. Οπότε με τον θάνατο της ύπαρξης θνήσκει μετά του σώματος.

Αν συνδυάσουμε την ροπή της γενεσιουργίας προς το κάλλιστο κοσμικό γένος τότε αναγνωρίζουμε επίσης ως μοίρα της διασωθείσας ψυχής εκ της μνήμης και εύνοιας των θεών την νέα ενύλωση αυτής στο εν λόγω γένος.

Παραγόμενη σκέψη (περί ψυχής)

Είδαμε πως ο Λόγος – τρόπος και η εννοιακή πραγματικότητα του Είναι με το οποίο είναι αλληλένδετο το Νοείν δεν αναδύεται εκ του σώματος και του πεδίου της αίσθησης αλλά εκμαιεύεται με προσπάθεια και αγώνα. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει την ανεξαρτησία του υποκειμένου και την ουσία αυτού ως μη κατευθυνόμενη μηχανιστικά από τις συνθήκες της σωματικότητος. Είδαμε επίσης πως δεν μπορεί να παραχθεί σκέψη χωρίς την αίσθηση και τα δεδομένα αυτής, κυρίαρχο των οποίων είναι η πολλαπλότητα. Συνεπώς στην βαθύτερη ουσία του υποκειμένου δεν συγκαταλέγεται η σκέψη αλλά αναδύονται εξ αυτής οι δυνατότητες της απόφασης, της αξιολόγησης, του σκοπού, του έρωτος και βούλησης του ειδέναι, της επίγνωσης και της θέασης. Τούτα τα εκ του βάθους του υποκειμένου εκπορευόμενα μαζί με όσα έρχονται εκ του σώματος και του κόσμου των αισθήσεων συνθέτουν την ύπαρξη.

Η ύπαρξη με λίγα λόγια είναι μια σύνθεση και ένας τόπος σύγκλησης της σωματικότητος και της βαθύτερης υποστάσεως που χαρακτηρίζει και προσδιορίζει την ατομικότητα και την προσωπικότητα ή το συγκεκριμένο πρόσωπο. Σώμα και υπόσταση συναποτελούν ή συνθέτουν την ύπαρξη ως συμβάν μέσα στο χρόνο συνεπώς ως μορφή παροδική.

Η υπόσταση όπως είδαμε δεν αναδύεται εκ του σώματος και της εκτάσεως. Στην οικονομία της γλώσσας την υπόσταση ονομάζουμε ψυχή. Η ψυχή ως άτροπος εκ της εκτάσεως στην βαθύτερη της ουσία και όχι στα εξωτερικά γνωρίσματα της που συνδέονται με την έκταση και την αίσθηση, προέρχεται κατευθείαν από την αιθερική πραγματικότητα από το αιθερικό υπερεκτατό πεδίο της άπειρης ταχύτητος και γενεσιουργού νοήσεως.

Από το δρόμο της έκτασης και του φωτός παράγεται κατά την τάξη του Λόγου και την εξελικτική διαδικασία που ενέχει μέσα της την τυχαιότητα και την σκοπούσα ενέργεια, το σώμα. Όταν δε παραχθεί το σώμα προσδέχεται την ψυχή όπως η δάδα που ανάπτει η ιέρεια εις την Ολυμπία προσδέχεται τη φλόγα εκ του ηλίου. Το σώμα με την σειρά του θα γίνει το κατοικητήριο της ψυχής που θα καταστεί ή δεσμωτήριο αυτής ή πύλη διάνοιξης προς το κοσμικό γένος και μέσον παραγωγής ζωής με ηθική και γνωσιολογική αξία. Τούτο σημαίνει πως η ψυχή όταν συνδεθεί με το σώμα υπόκειται στις ροπές και ορέξεις της σωματικοτητος που είναι τόσο ισχυρές που μπορούν να την καταβυθίσουν σε ειρκτή σκοτεινή και άφεγγη. Αλλά ακόμα και εκεί στην κατάσταση του εγκλεισμού η ψυχή επιτελεί το έργο της ψυχικής οράσεως και συγκεντρώνει πληροφορίες οι οποίες κατ’ ανάγκη μεταβιβάζονται στο αιθερικό πεδίο ή στον τόπο της καταγωγής της. Διότι η ψυχή νοείται ως μέρος αδιαχώριστο του αιθερικού πεδίου και όχι ως απόκομμα αυτοδύναμο και αυτούσιο. Η σχετική και περιορισμένη αυτονομία της ψυχής πραγματώνεται και εκδηλώνεται μέσα στη δράση αυτής, ως βούληση πνευματική. Χωρίς αυτή την πραγμάτωση δια του αγώνος, η ψυχή ετερονομείται από τις ροπές της σωματικότητος ή της εκτατής ύλης.

Επειδή όμως κάθε μορφή παραγόμενη αποτελεί πτώση της πρωταρχικής ταχύτητος και περιέχει ταχύτητα εντός αυτής κατανοείται πως η ψυχή είναι μορφή ταχύτητος αιθερικής περιφοράς και συνεπώς είναι σύνθετη όπως σύνθετο εκ πολλών ροπών ταχύτητος είναι κάθε σώμα στην έκταση.

Η ψυχή ως μετάβαση από την άπειρη ταχύτητα σε κατώτερες μορφές και συμπεριφορές, υπόκειται στην καθοδική κίνηση και στο κίνδυνο να χάσει την αιθερική ταχύτητα της και να εγκλωβιστεί για πάντα στις ταχύτητες της έκτασης υπό της ταχύτητος του φωτός.

Η ψυχή διατηρεί την αιθερική ταχύτητα της και πάλιν δια του αγώνος δηλαδή ως πραγμάτωση του ενυπάρχοντος ή ενδελεχούς σκοπού της που είναι η ανάπτυξη της νοητικής όρασης και του ήθους.

Οι ψυχές που χάνουν την ταχύτητα τους ακολουθούν δρόμο καθοδικό εντός του κοσμικού γένους ενώ οι ψυχές που διατηρούν και αναπτύσσουν την αιθερική τους φύση ακολουθούν θεία περιπέτεια στα αιθερικά πεδία (δεν θα αναφερθώ όμως στην παρούσα πραγματεία σε αυτά τα ζητήματα διότι σκοπός αυτής της αναφοράς περί ψυχής είναι να καταδείξω την σχέση αυτής με την βούληση του ειδέναι).

Περί ψυχής συνέχεια

Είδαμε πως η ψυχή υπόκειται στη διάλυση της μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα και την διάλυση της ψυχοσωματικής ύπαρξης. Η δυνατότητα να συνεχίσει την ζωή της η ψυχή και να έχει νέα πορεία μέσα στο γίγνεσθαι εξαρτάται αποκλειστικά από την γενεσιουργό μνήμη- νόηση εκ της οποίας και προήλθε. Η ψυχή διασώζεται αν κριθεί άξια αν αξιολογηθεί ως ικανή και χρήσιμη στην δημιουργία και την εξέλιξη. Η αξιολόγηση της ψυχής είναι έργο της ιδίας μέσα από την δράση της και τη σχέση της με την κοσμική αρμονία και την πραγμάτωση του σκοπού που έλαβε εκ της νοήσεως μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες της ύπαρξης. Η παραίτηση από την εναρμόνιο δράση οδηγεί στον θάνατο. Το κάλλιστο για την ψυχή είναι να ακολουθήσει την εναρμόνιο δράση και ταυτόχρονα να παραιτηθεί από κάθε επιθυμία αμοιβής. Κορύφωση αυτής της παραίτησης είναι η επιθυμία της μετά θάνατο διάλυσης της και επιστροφής της περιφοράς της στα αιθερικά στοιχεία. Μόνο έτσι απογυμνωμένη από κάθε επιθυμία και ιδιοτέλεια η ψυχή αφήνεται στην κρίση της νοήσεως και του πανθέου. Με τον ίδιο τρόπο διασώζεται στην αιώνια μνήμη η μετάρσια εικόνα του σώματος εντός του οποίου κατοίκησε η ψυχή ως εικόνα που εφέλκεται από την ψυχή δια της μνήμης ως ένδυμα αιθερικό.

Μεταρσίωση του σώματος σημαίνει επανένωση της μορφής ή αιθερικής εικόνας του με την ψυχή. Τούτη είναι η ακόλουθη κατάσταση της γήινης ύπαρξης για όσες ψυχές θα αξιωθούν την πορεία στην αιωνιότητα. Την μεταρσίωση ακολουθεί η νέα ενύλωση διότι τούτη είναι η αιώνια μοίρα της ψυχής.

Στην υπόθεση που αντικαθιστά την ύπαρξη της ψυχής με τις χημικές εγκεφαλικές διεργασίες έχω να καταθέσω τα εξής: Κατ’ αρχή να πούμε ότι ο εγκέφαλος βρίσκεται στην εκτατή ύλη και ως εκ τούτου υπάγεται στις ταχύτητες αυτής που δεν υπερβαίνουν την ταχύτητα του φωτός που είναι η οριακή ταχύτητα του κοσμικού γένους.

Συνεπώς ότι υπάρχει υπό της ταχύτητας του φωτός υπόκειται στην ενχρόνιση δηλαδή στην έκπτυξη των παροντικών καταστάσεων στη σχέση του Α με παν μη Α. Συνεπώς η δράση του εγκεφάλου δεν μπορεί να υπερβεί τον χρόνο και να δει πέραν αυτού ούτε και να τάξει σκοπούς που υπερβαίνουν την χρονικότητα και την ροϊκότητα της, τον εγκλεισμό στην συνεχή παροντικότητα. Όπως επίσης δεν μπορεί να νοηθεί αυτή η εγκεφαλική δράση ως αυτοτελής διότι υπόκειται στις άπειρες επιδράσεις του περιέχοντος και συγκεκριμένα στις επιδράσεις των ενδοκοσμικών ταχυτήτων και μεταβολών.

Συμπεραίνεται εξ αυτού πως το γνωρίζειν, η δυνατότητα της γνώσης, της ηθικής υπέρβασης, της απόφασης, της αξιολόγησης και της πρόταξης σκοπών δεν προέρχονται εκ των σωματικών ταχυτήτων αλλά από μια ανώτερη ταχύτητα από εκείνη του φωτός που προέρχεται από το αιθερικό πεδίο και την άπειρη ταχύτητα.

Ενώ η δράση του εγκεφάλου περιορίζεται στην αμεσότητα των μεταβαλλόμενων χρονικών καταστάσεων, ως αντιδραστικός μηχανισμός, η δράση της ψυχής δηλαδή της αιθερικής σύνθεσης που είναι συνδεδεμένη με το σώμα υπερβαίνει τον χρόνο. Εξ αυτού εκπηγάζει η δυνατότητα του σκοπού και της υπέρβασης πράγμα το οποίο δεν παρατηρείται σε άλλες μορφές ζωής, όπως των ζώων, που έχουν εγκέφαλο.

Περί της συνείδησης και ψυχής

Τα τρία επίπεδα της συνείδησης είναι η αισθαντική συνείδηση, είναι η σκεπτόμενη συνείδηση και στο βάθος η υποστασιακή συνείδηση εκ της οποίας αναδύεται η βούληση του ειδέναι, της ζωής, της δυνάμεως, της αρμονίας, του αγώνος και της δημιουργίας. Μέσα στην υποστασιακή συνείδηση αναγνωρίζεται η βούληση ως ενέργεια της ψυχής και αντιδιαστέλλεται από την αντι-δραστική ενέργεια που προκαλείται από τα παρακινήματα των αισθήσεων, των ορμών και της σκέψης που συνδέεται με αυτά.

Το υποστασιακό υποκείμενο είναι ενέργεια και ορμή προς τη ζωή και το περιέχον και όχι κάποιο αφηρημένο πνευματικό υποκείμενο εκ του οποίου αναδύεται ενέργεια. Η ψυχή είναι ενέργεια ως σύνθεση ταχυτήτων εκ του αιθερικού πεδίου της ύλης και η ουσία της δεν διαφέρει από την ουσία των βαρυτικών μορφών της ύλης.

Συνεπώς η ψυχή είναι δυνατό να εκπέσει των ταχυτήτων της στη σχέση της με το σώμα, να απορροφηθεί από την σωματικότητα και να χάσει την αιθερική της διάσταση. Αν η ψυχή δεν αναπτύξει τις εγγενείς ροπές της μεταβαίνει προς το θάνατο μέσα στο σώμα. Έτσι το σώμα γίνεται ο τάφος της ψυχής που με το θάνατο του μεταβαίνει στα στοιχεία της βαρυτικής ύλης. Άρα η ψυχή δεν είναι αθάνατη αλλά θνητή που κερδίζει την αθανασία της με τον αγώνα που είναι αλληλένδετος με την ανάπτυξη των εγγενών δυνατοτήτων της. Μια ψυχή που έζησε σε κατάσταση αδρανούς ύπαρξης δεν έχει κανένα μερίδιο στην αθανασία.

Η δρώσα ψυχή ομολογεί με το θείον, ανυψώνεται στην θείαν ενέργεια και στο νόημα της δημιουργίας και διασώζεται μέσα στην άπειρη ελκτική δύναμη της θείας μνήμης διατηρώντας και επαυξάνοντας τις δομικές της ταχύτητες.

Η ενέργεια της ψυχής δεν είναι ούτε ηθική ούτε ανήθικη. Η ηθική εμφανίζεται ως κρίση μέσα στη σχέση της βούλησης με τον κόσμο. Άρα ο άνθρωπος είναι ο δημιουργός των ηθικών αξιών του και ο μόνος υπεύθυνος για αυτές.

Παραγόμενη σκέψη: Περί της ύπαρξης και του θανάτου / περί της μοίρας της ψυχής

Περί της μοίρας και περιπέτειας της ψυχής μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα μπορούμε να έχουμε εικόνα δυνητικής πραγματικότητας που εδράζεται στο λόγο και απορρέει από την δηλοτηκότητα των εννοιών περί του κόσμου. Το έργο τούτο αποτελεί συνέχεια του παρόντος και αρκεί να αναφέρουμε κάποια σημεία που δείχνουν την κατεύθυνση των ενοράσεων μας.

Η ψυχή ως περιφορά ταχυτήτων αιθερικής υφής / η ψυχή ως φορέας της νόησης και βούλησης του ειδέναι / η ψυχή ως υπόσταση / η ψυχή ως μέρος της υπερβατικής νόησης και μνήμης / η ψυχή ως οντότητα που ακολουθεί τις πρωτογενείς οντότητες των θεών / η ψυχή ως ενέργημα και πλάσμα του πανθέου / η ψυχή ως στοιχείο ενύλωσης και ανάδειξης της ύπαρξης δηλαδή της σύνθεσης της με χωροχρονικές ταχύτητες / η ψυχή ως έργο των θεών προικισμένη με ελευθερία και δυνατότητα πρόταξης σκοπού / η ψυχή ως ανακύκληση στα κοσμικά γένη / η ψυχή ως πτώση της ταχύτητας στα βαρυτικά πεδία / η ψυχή ως μετάβαση στο κάλλιστο κοσμικό γένος / η ψυχή σύμφωνα με την αρχή της απορροής ως δημιούργημα των πρωτογενών οντοτήτων – θεών και επέκταση της ουσίας τους στα κοσμικά γένη. Η διατήρηση της ψυχής ως έργο των θεών κατά την κρίση αυτών.

Για τις ψυχές δεν υπάρχει τόπος μαρτυρίου και τιμωρίας καθώς ή διαλύονται ή πορεύονται εκ νέου προς τη ζωή. Η ψυχή είναι πλασμένη από τους θεούς να υπηρετεί την θεία συνείδηση για αυτό δεν είναι δυνατή η μετάπτωση της και η ενσάρκωση της σε κατώτερες μορφές ζωής. Μετά τον αποχωρισμό τους από το σώμα ή διαλύονται ή ακολουθούν τους μακρούς δρόμους της ζωής στα κοσμικά γένη και στα αιθερικά πεδία.

Κοντολογίς δεν μπορεί να νοηθεί ευθύγραμμη και μονοδιάστατη πορεία της ψυχής μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα. Πολλοί και διάφοροι δρόμοι ανοίγονται στη ψυχή σύμφωνα με τις κεντρικές ροπές που ανέπτυξε κατά την ύπαρξη. Άλλες ψυχές χάνουν την ταχύτητα τους και θνήσκουν μαζί με το σώμα, άλλες διαλύονται οι περιφορές τους ως ανάξιες της κοσμικής μνήμης, άλλες πορεύονται τον δρόμο της μεταρσίωσης βιώνοντας τον πόθο της νέας ενύλωσης τους, άλλες ενυλώνονται σε άλλα κοσμικά γένη, άλλες προς το κάλλιστο κοσμικό γένος και άλλες ανέρχονται στο αιθερικό πάνθεο ομόλογες των θεών και συνεπίκουρες στο έργο της σκοπούσας μορφογένεσης και άλλες αποστέλλονται σε οδυνηρές αποστολές ως ψυχές πυρφόρες και λαμπαδηφόρες του θείου λόγου. Το μεσοδιάστημα που εισέρχεται η ζώσα ψυχή μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα μέχρι την νέα ενύλωση ή εξέλιξη της ονομάζουμε Άδην και εννοούμε πεδίο υπερ-χωροχρονικό όπου η ψυχή κινείται με την μετάρσια ενδυμασία της, ήτοι με την μετάρσια εικόνα του σώματος όπου ήταν συνδεδεμένη ως μια σκιά που αναζητά τον δρόμο της εξέλιξης της. Ο Άδης δεν είναι τόπος οδύνης αλλά πεδίον αναμονής της νέας ενύλωσης των ψυχών προστατευμένο από την θεία μνήμη και τον θείον έρωτα.

Οι ψυχές διασώζονται δια της μνήμης και ενέργειας των θεών. Όποια ψυχή αξίζει κατά την κρίση των θεών να συνεχίσει πορεία ζωής λαμβάνει τη χάρη. Όποια δεν αξίζει γιατί μεταφέρει διαλυτικά στοιχεία κατώτερου ήθους είτε θνήσκει μετά του σώματος είτε διαλύεται στα αιθερικά πεδία και διαγράφεται από την αιθερική μνήμη. Οι μεγάλες ψυχές που ολοκλήρωσαν την εξέλιξη τους στα κατώτερα κοσμικά γένη κει προσέκτησαν την υψίστη γνώση και αρετή δεν αναμένουν στον Άδη αλλά οδεύουν μετά τον αποχωρισμό από το σώμα στα αιθερικά πεδία των θεών ή ενυλώνονται στο κάλλιστο κοσμικό γένος.

Η υποστασιακή ελευθερία της ψυχής εκπορεύεται από την πρωταρχική ελευθερία της νοητικής ενεργείας.

Φύση της ψυχής είναι να ενυλώνεται, να συντίθεται με βαρυτικά πεδία και να αναδεικνύει την ύπαρξη. Ψυχή χωρίς ενύλωση είναι αδύνατο να τεθεί παρά ως μια μεταβατική κατάσταση από την μία ενύλωση μέχρι την επόμενη.

Η ψυχή που υπερέβη την εγωϊκότητα και συνεδέθη με τον θείο λόγο δια του αγώνος υπερ των αξιών της νόησης κερδίζει ζωή αιώνιο διότι εγγράφεται άμεσα στη συμπαθητική την αγαπητική μνήμη της γενεσιουργού νοήσεως και στην όραση του πανθέου. Κερδίζει την φιλία των θεών.

Όποια ψυχή απομακρυνθεί από τον λόγο της δημιουργίας της οδεύει προς την διάλυση της είτε εντός του σώματος είτε μετά τον αποχωρισμό της από το σώμα αφού λαμβάνει την άμεση κρίση των θεών ενόσω είναι συνδεδεμένη με το σώμα στην κατάσταση της ύπαρξης. Ψυχές που πορεύονται προς την σβέση.

Οι μεγάλες ψυχές αναλαμβάνουν μεγάλες και επώδυνες αποστολές στα κοσμικά γένη πορευόμενες προς το κάλλιστο κοσμικό γένος που πλάθεται αενάως από ύλη αιθερική και κοσμική μνήμη. Εκεί ανταμώνουν οι μεγάθυμες ψυχές με τους θεούς, ερχόμενες από όλα τα κοσμικά γένη.

Το κάλλιστο κοσμικό γένος είναι ο προορισμός της θειοειδούς ψυχής που έφτασε σε ένα υψηλό επίπεδο εξελίξεως και τελειώσεως.

Η ψυχή είναι φύσει θνητή που υπερβαίνει και κατανικά την θνητότητα της με τον αγώνα που την ενώνει με την θεία αξιολογούσα συνείδηση και μνήμη.

Με τον όρο δυνητική πραγματικότητα εννοούμε την εννοιολογική επέκταση του πραγματικού κατά Λόγον μέσα από την δηλοτηκότητα των εννοιών και τον πολλαπλασιασμό των νοημάτων τους.

Περί ήθους της ηθικής και της αρετής

Το ήθος στην βαθύτερη εννόηση του είναι η ενδόμυχη παρουσία της θείας βούλησης μέσα στη ψυχή που εκδηλώνεται ως βούληση της αλήθειας και της αρμονίας με το περιέχον και ως ηθική σχέση με αυτό το περιέχον και με τον άλλο άνθρωπο. Το ήθος είναι η φωνή των θεών εντός μας στο βάθος της υπόστασης μας που αν δεν την ακούσουμε βυθισμένοι στην εγωϊκότητα μας, μένουμε βαθύτατα ανήθικοι και αποκομμένοι από την θεότητα.

Η ψυχή εφέλκει το ήθος από τα αιθερικά πεδία των θεών και το καθιστά μοίρα της και πεπρωμένο της.

Το ήθος είναι προσέτι η αίσθηση της παρουσίας του θείου μέσα μας και γύρω μας.

Η γνώση στη συνέχεια ενδυναμώνει το ήθος και επιβεβαιώνει την θεία παρουσία πάνω στην οποία κτίζεται η ηθική συμπεριφορά η ηθική απόφαση και κρίση.

Η γνώση της εσωτερικής σχέσης με το θείον προσθέτει στο ήθος το αίσθημα της ευθύνης προς το καθολικό ον, της ευσέβειας, της εναρμόνισης, του ενθουσιασμού, της ευχαριστίας, της ιερότητας. Έτσι το ήθος ως γνώση της σχέσης της ψυχής με την γενεσιουργό αιτία της γίνεται η βάση της ηθικής συνείδησης και της αρετής.

Ήθος, ηθική συνείδηση, αρετή.

Το ήθος ως εσώτερη γνώση και ροπή θειοειδής της ψυχής, η ηθική συνείδηση ως σκέψη και κρίση στη σχέση του υποκειμένου με το περιέχον και την συνύπαρξη και η αρετή ως δομημένος τρόπος αξιακής ζωής και συμπεριφοράς.

Το ήθος είναι ροπή προς τον κόσμο και όχι φυγή από τον κόσμο. Το ήθος είναι η επέκταση της θείας βούλησης μέσα στο κόσμο δια της νοήμονος ψυχής.

Παραγόμενη σκέψη: περί της ηθικής και της αρετής

Επειδή η ουσία της ύπαρξης είναι η ανάπτυξη της συνείδησης και συνειδητής ζωής ως επέκτασης της νόησης στο βαρυτικό πεδίο στο εδώ και στο τώρα, τούτο προσδιορίζει τον παροντικό ρόλο και σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ύπαρξη πραγματώνεται δια του αγώνος της νόησης να παροντοποιήσει τις αρχές και ροπές που την ουσιώνουν. Αυτές οι αξίες και ροπές είναι η ελευθερία και η βούληση της αλήθειας και της αρμονίας. Η πραγμάτωση των ροπών της νόησης ως βούληση της ψυχής προσκρούει στο θεσμισμένο σκοταδισμό, στον εξουσιασμό, στο κυρίαρχο ψέμα, στην ιδιοτέλεια των ατόμων, των τάξεων, των φατριών, των ομάδων.

Από αυτές τις αξίες και ροπές παράγεται το ήθος και η αρετή ως φιλαλήθεια, ευθύτητα, τιμιότητα, μαχητικότητα, ζωτική ιδιοτέλεια και πνευματική ανιδιοτέλεια, αγάπη της ζωής, ευσέβεια, τιμή προς το θείον που φανερώνεται παντού μέσα από την έλλογο θέαση ή την όραση της ψυχής.

Ο ενάρετος άνθρωπος εφαρμόζει το μέτρο σε όλα τα πράγματα. Αγαπά τις ηδονές της ζωής ενώ μπορεί να τις υπερβεί και να οδεύσει προς τον θάνατο για να υπερασπιστεί τις αξίες, αγαπά την οικογένεια, την πατρίδα και τιμά τους θεούς. Προσφέρει για τον άλλο τον πλησίον και τον μακρινό και είναι ολιγαρκής. Απο την άλλη όμως μάχεται κατά της ασέβειας, της υπέρμετρης ιδιοτέλειας, της εκμετάλλευσης και υποδούλωσης του ανθρώπου.

Ο ενάρετος άνθρωπος είναι ένας πνευματικός πολεμιστής που μάχεται για την βελτίωση της παρούσας ζωής μέσα στην κατά το δυνατό τελειότερη πολιτεία. Διότι η πολιτεία είναι ο τόπος της συνύπαρξης και της πραγμάτωσης των αρχών και ροπών της νοήμονος ψυχής.

Πλάθω τον εαυτό μου μέσα από τον αγώνα για την τελειότερη πολιτεία. Διότι μόνο μέσα από τον αγώνα η ψυχή διανοίγεται προς το όλον και θραύει τα δεσμά του εγώ που σφυρηλατούνται από τις ορμές και τον φόβο που φέρει μέσα της η άγνοια. Πέρα από τον εγωικό άνθρωπο υψώνεται ο κοσμικός ο συμπαντικός άνθρωπος με την παροντική δράση και συνείδηση που δια του αγώνος υψώνεται σε παρουσία.

Περί ηθικής

Με τον όρο ηθική εννοούμε την ενσυνείδητη συμπεριφορά του ατόμου σε σχέση με τον εαυτό του και με τους άλλους ανθρώπους, με τα ζώα και τη φύση που τον περιβάλλει και περιέχει.

Δεν μπορεί να τεθεί η ηθική χωρίς περιέχον.

Η πρωταρχική συμπεριφορά του ατόμου προσδιορίζεται από την επιθυμία και την θέληση της δύναμης. Στη κατάσταση αυτή ο κόσμος τίθεται ως ένα αντικείμενο των επιθυμιών του, ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσονται οι επιθυμίες και η βούληση του ατόμου. Τούτο το γεγονός αναπτύσσει στον άνθρωπο την εγωϊκότητα, την επιθετικότητα, την αρπακτικότητα, την υπεροψία. Ο εγωϊκός άνθρωπος παράγεται από την ίδια την ύπαρξη και αποτελεί το υπόβαθρο της ηθικής συμπεριφοράς και το ψυχολογικό βάθος της ατομικότητας. Σε αυτή τη κατάσταση ο άνθρωπος δεν διαφέρει και πολύ από το θηρίο.

Με την οριοθέτηση του εγώ μέσα στο κοινωνικό είναι, οριοθέτηση που γίνεται στη κατάσταση της αναγκαίας σύγκρουσης ο εγωϊκός άνθρωπος μεταβαίνει στο κοινωνικό άνθρωπο χωρίς να αποβάλλει τον εγωϊκό άνθρωπο και τις ροπές του.

Όταν ο κοινωνικός άνθρωπος που αναπτύσσει συμπεριφορές αγέλης διανοίξει την συνείδηση του στη γνώση τότε γεννιέται ο πολιτειακός άνθρωπος που αναγνωρίζει αξίες καθολικές όπως η δικαιοσύνη, η ελευθερία η αλληλεγγύη.

Όταν η εσωτερική κατάσταση του πολιτειακού ανθρώπου ωριμάζει μέσα στην αυτοσυνείδηση και την νόηση του είναι και του νοήματος του κόσμου τότε αναδύεται ο υπερβασιακός άνθρωπος. Σε αυτή τη κατάσταση αναπτύσσεται η δυνατότητα της υπέρβασης της ιδιοτέλειας και διανοίγεται ο δρόμος της ανιδιοτελούς προσφοράς και της θυσίας.

Το συμπέρασμα που εξάγεται είναι πως ο ηθικός άνθρωπος αναδύεται μέσα από ατομική και ιστορική εξελικτική διαδικασία που παρακολουθεί την πορεία του στη γνώση και την συμβίωση του στο κοινωνικό και πολιτειακό είναι.

Η ηθική κατάσταση του ατόμου διαμορφώνεται μέσα από την ζωή και την προσωπική του εξέλιξη.

Γνωρίζοντας αυτές τις φάσεις της ηθικής εξέλιξης του ανθρώπου που μπορούμε να τις συναντήσουμε τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό ιστορικό πεδίο εκείνο που θεωρώ ως συμβατό με τον διάκοσμο του νέου λόγου είναι την αρμονική σύνθεση όλων των ηθικών ροπών που περιγράψαμε με σκοπό την ηθική κατάφαση στη ζωή.

Από τον εγωϊκό άνθρωπο αξίζει να κρατήσουμε το ζωτικό ένστικτο και να επιδιώκουμε το ζωτικό συμφέρον της ύπαρξης.

Από τον κοινωνικό άνθρωπο να κρατήσουμε την αρχή της οριοθέτησης των συμφερόντων του εγώ στα πλαίσια της ομαδικότητας.

Από τον πολιτειακό άνθρωπο να κρατήσουμε και αναδείξουμε την συμμετοχή στη δημιουργία της ευνομούμενης πολιτείας και τέλος από τον υπερβασιακό άνθρωπο να διαφυλάξουμε την δυνατότητα της υπέρβασης των συμφερόντων του εγώ και να την αφήσουμε να διαποτίσει την ύπαρξη μας με την αξία του ηρωισμού που ολοκληρώνεται και τελειούται στη παροντική κατάσταση ως δεοντολογική επέκταση του είναι και δημιουργία του ηθικού διακόσμου που συνθέτει την θέληση της δύναμης την εκπηγάζουσα από τα βαθύτερα ένστικτα με την βούληση που έρχεται από τα θεία βάθη του είναι.

Τούτη είναι η δεοντολογική ηθική της επέκτασης και παροντοποίησης της θείας ουσίας και βούλησης ή της μίμησης του αγώνος του νού και των θείων ροπών του για την ευταξία του κόσμου.

Η ηθική δεν είναι μια πύλη εξόδου από την ζωή αλλά η αναβάθμιση της ύπαρξης ως δράσης παροντικής που επιδιώκει το βέλτιστο αποτέλεσμα στο εδώ και τώρα χωρίς να μεταθέτει το σκοπό της ζωής και της δράσης σε μέλλουσες ζωές και σε φαντασιακές καταστάσεις γαλήνης και απουσίας του αγώνα και των αντιξοοτήτων και των πόνων και των οδυνών.

Ο ηθικός άνθρωπος είναι ένας μαχητής της ζωής στην ατομική και συλλογική της εκδήλωση. Καταφάσκει στα ένστικτα και τις επιθυμίες της ύπαρξης, πολεμά για την καλλίστη πολιτεία που είναι ο τόπος της ιδανικής κοινωνικής ζωής και καλλιεργεί στο βίο του την δυνατότητα της υπέρβασης της εγωϊκότητας μέσα στη θυσιαστική και ηρωική προσφορά.

Στην ηθικολογική μας προσέγγιση λάβαμε υπόψιν την έλλογη σχέση του ατόμου με το περιέχον του και το αδύνατο της αφαίρεσης του από αυτό στο όνομα ενός αφηρημένου εξωπραγματικού ανθρώπου. Λάβαμε επίσης υπόψιν τη σχέση του με την γενεσιουργό νόηση εκ της οποίας εκπορεύεται η ψυχή και ως εκ τούτου φέρει εντός της την δυνατότητα της υπέρβασης που πραγματοποιείται στη δράση και την δημιουργία και όχι στην άρνηση της ζωής, ως ενέργεια αξιολόγησης και υπεράσπισης των αξιών στο πραγματικό και άμεσο πεδίο της κοινωνίας και της πολιτείας.

Όταν ο άνθρωπος πολεμά για την καλλίστη πολιτεία βρίσκεται ήδη στο δρόμο της υπέρβασης. Διότι δεν μάχεται υπέρ των περιορισμένων συμφερόντων του εγώ του αλλά για την εμπέδωση των μεγίστων αξιών, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, της ομορφιάς, της αρμονίας .Σε αυτό το δρόμο κατ’ ανάγκη θα συγκρουστεί με την θεσμισμένη αδικία, την τυραννία, το ψέμα, την ασχήμια και τη δυσαρμονία.

Επειδή ορίσαμε την ηθική ως οριοθέτηση της εγγενούς αρπακτικότητας του ατόμου εν τη κοινωνία, αυτή η πράξη μπορεί να γίνει είτε από την ίδια την ατομικότητα είτε από την συλλογικότητα. έτσι οι πολίτες ενεργούντες ως ηθικά υποκείμενα οριοθετούν δια του νόμου που οι ίδιοι ορίζουν προς εμπέδωση της αναγκαίας κοινωνικής συμπεριφοράς που να στηρίζεται σε κοινές συμφωνημένες αξίες όπως είναι αποδεκτές και εφαρμοσμένες απο όλους κατά τρόπο ισονομικό. Μέσα από αυτή τη θεσμοθέτηση η ηθική συμπλέκεται με την πολιτική ή μάλλον επεκτείνεται στην ουσία της πολιτικής ως νομοθετικής δυνατότητας που δέον να ρυθμίζει την σχέση των ατόμων μιας κοινότητας και την σχέση των κρατών μεταξύ τους. Ο ηθικός και πολιτειακός νόμος με λίγα λόγια δεν μπορούν να έχουν άλλη προέλευση έξω από την συλλογικότητα που για να εκφραστεί προϋποθέτει την ισονομία και ισηγορία και ισοπολιτεία. Η απουσία αυτών των αρχών αναιρεί την σύμβαση και εισάγει τον καταναγκασμό.

Ουσία του νόμου είναι η ηθική χαλιναγώγηση της ανθρώπινης αρπακτικότητας και θηριωδίας ως μιας μόνιμης και εγγενούς ροπής της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν με την σειρά του ο νόμος δημιουργεί ανισότητες και ανισορροπίες τότε χάνει το ηθικό του νόημα και νομιμοποιεί την ακραία αντίδραση της κοινωνίας που υπόκειται την ανισότητα και ανισονομία. Ο νόμος εφόσον διαμοιράζει άνισα την ισχύ στη κοινωνία συμβάλλει στην ανάδυση της ροπής του εγκλήματος,στην επιστροφή στην άγρια φύση που είναι η πρωτεύουσα φύση του ανθρώπου.

Ο ηθικός άνθρωπος είναι ο νομοθέτης του εαυτού του και της πόλεως.

Δύο ροπές συνυφαίνονται στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ροπή εκ της σωματικής δομής και η ροπή εκ της ψυχής. Από την δομή του σώματος εκδηλώνεται η ροπή των πολλαπλών εγωϊκών επιθυμιών ενώ από την ροπή της ψυχής αναδύεται η βούλησης του ειδέναι, της αρμονίας και της υπερβασιακής ηθικής δράσης.

Η αρμονική σύνθεση αυτών των δύο ροπών είναι έργο της ψυχής και των ανώτερων ροπών της εφόσον υπερισχύσουν στην ύπαρξη για να δώσουν τον ιδεώδη ηθικό τύπο.

Η υπερίσχυση των ροπών της ψυχής δεν επιτελείται αυθόρμητα παρα μόνο κατ’ εξαίρεση, αλλά μέσα από την καλλιέργεια και την εξελικτική κίνηση της ιστορίας και της κοινωνικής–πολιτειακής ζωής.

Συνεπώς η πολιτεία αναλαμβάνει ρόλο ψυχαγωγικό, δηλαδή ρόλο οδηγητικό των ψυχών δια της αδιάκοπης παιδείας με σκοπό την αφύπνιση των ροπών αυτής προς την γνώση και την αρμονία (πολιτειακή και αισθητική) και την ηθική υπερβασιακή πράξη.

Η πολιτεία είναι το ηθικό μείζον υποκείμενο που φροντίζει και καθοδηγεί τους πολίτες της που αποτελούν τα συνθετικά κύτταρα της.

Αν η πολιτεία επιτρέπει την συγκέντρωση της ισχύος σε λίγους που είτε αδιαφορούν για τον άνθρωπο γιατί τον βλέπουν ως αντικείμενο εκμετάλλευσης είτε πλανώνται και επιβάλλουν την αγνωσία και την ακαλαισθησία και την εγωκεντρική ηθική, τότε συμβαίνει μια βίαιη παραμόρφωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Διότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στη τυραννία και το ψέμα αλλά μόνο μέσα στο πεδίο της ελευθερίας και της εναρμόνισης με το πραγματικό.

Το έργο της απελευθέρωσης του ανθρώπου από την τυραννία και κυρίως από την βαθύτερη και πολλές φορές αθέατη ψυχοπνευματική τυραννία οφείλει να αναλάβει η φιλοσοφία κηρύσσοντας αδιάκοπο και ανυποχώρητο πόλεμο στους τυράννους.

Ως εκ τούτου ο φιλόσοφος του νεολογικού υλοθεϊσμού δεν αναζητά την ευτυχία, τη γαλήνη, την ηδονή μέσα στον κόσμο της απομόνωσης του από την πολιτεία αλλά μένει μέσα στη πολιτεία στο πλευρό του λαού και δίνει τη μάχη ενάντια σε ότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη και υπερύψωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο φιλόσοφος πολεμιστής ομόλογος των θεών και εκφραστής της θείας βούλησης της αρμονίας. Ουσία της ηθικής του υλοθεϊσμού είναι το καθήκον προς την ζωή και την πολιτεία ως μίμηση της μορφοπλαστικής ενέργειας των θεών. Μίμηση των θεών ή της θείας δράσης καθ’ υπέρβαση της εγωϊκότητας και αυτής της βούλησης της δυνάμεως ή της εξουσίας. Η επιτέλεση του καθήκοντος χωρίς την επιδίωξη οφέλους για το εγώ όπως χρημάτων, εξουσίας, δόξας, υστεροφημίας.

Η αρετή δεν νοείται χωρίς την ορμή και ενίοτε την βία κατά της δυσαρμονίας, της αδικίας, του θεσμισμένου ψεύδους και της τυραννίας. Ενάρετος είναι μόνο ο μαχητής και υπερασπιστής της ελευθερίας.

Πρώτη πράξη της ηθικής είναι η οριοθέτηση της κτητικής βούλησης. Η απόκτηση και κτήση πραγμάτων που εξυπηρετούν το ζωτικό ένστικτο της ζωής είναι θεμιτή. Η κτήση πάνω στον άλλο άνθρωπο και η χρησιμοποίηση του άλλου ως μέσου προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών συνιστά την ανηθικότητα.

Άρα ο άλλος άνθρωπος είναι το όριο της βούλησης μου και της επιθυμίας κτήσεως. Ότι μετατρέπει τον άλλο άνθρωπο σε κτήμα και μέσον είναι ανήθικο.

Εδώ όμως συναντούμε την κοινωνική κατάσταση που μετατρέπει τους ανθρώπους σε μέσα και εργαλεία χρήσης για κάποιους άλλους που ασκούν εξουσία πάνω στα πράγματα.

Από αυτό το σημείο και μετά τίθεται η προσταγή του αγώνα για την διαμόρφωση μιας δίκαιης πολιτείας ή τουλάχιστο μιας ολιγότερο άδικης που επιτρέπει την επικράτηση των αξιών της ελευθερίας, της ισονομίας και ισηγορίας στα πλαίσια της κατάργησης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου.

Συνεπώς ακόμα και αν αρνηθώ κάθε κτήση αλλά μείνω αμέτοχος στον αγώνα για την κάλλιστη δυνατή πολιτεία σημαίνει πως μένω εγκλωβισμένος στην εγωϊκότητα μου που είναι η κατάσταση της ανηθικότητας ακόμα και μέσα στην απόλυτη απραξία. Ο ηθικός άνθρωπος είναι αυτός που μάχεται για ένα κόσμο αξιών που αναβιβάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη από την δουλεία και την εκμετάλλευση στην ελευθερία και την αδελφοσύνη.

Μέσα στον αγώνα η δυνατότητα της υπέρβασης του εγώ μπορεί να φτάσει στην αυτοθυσία και τον ηρωικό θάνατο που αποτελεί την κορύφωση της ηθικής βούλησης.

Οριοθέτηση, αγωνιστικότητα, υπέρβαση, αυτές είναι οι τρείς πύλες που οφείλει να διέλθει η ηθική βούληση για να πραγματωθεί η ηθική τελείωση.

Σκοπός της ηθικής βούλησης είναι η διαμόρφωση της πολιτείας πάνω στις αρχές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Στην πορεία αυτή είναι επιβεβλημένη η σύγκρουση με την ανελευθερία και την αδικία είτε αυτή εκφράζεται από άτομα είτε από ομάδες, φατρίες και τάξεις. Έξω από αυτό τον αγώνα δεν μπορεί να τεθεί η ηθικότητα αλλά η ανηθικότητα του ατομικισμού που αποτελεί εν τέλει συναίνεση στην αδικία, στην ανελευθερία και την δυσαρμονία.

Η πολιτική βούληση είναι προέκταση και πραγμάτωση της ηθικής και γνωστικής συνείδησης. Για να τεθεί η πολιτική βούληση ως προέκταση της ηθικής βούλησης προαπαιτείται η γνώση μέσα από την ελεύθερη νοητική διάνοιξη του κόσμου. Μέσα σε ένα κόσμο ατομοκεντρικό που η «αλήθεια» του δίδεται από ιερατεία και συμμορίες δήθεν σοφών και η «γνώση» τεμαχισμένη μέσα από την πολλαπλότητα των επιστημών, αποτελεί ένα συμπλήρωμα της θρησκείας και του δόγματος, δεν μπορεί να τεθεί η πολιτική βούληση ως αναγκαία πραγμάτωση και επέκταση της ηθικής βούλησης. Σε αυτή τη κοινωνία κυριαρχεί η άποψη πως η πολιτική είναι μια βρόμικη υπόθεση και πράγματι είναι διότι ο κόσμος αυτός είναι εν τω συνόλω του βρόμικος και τυραννικός όπως στα ακινητούντα ύδατα ενός έλους. Η πολιτική καταντά να είναι βρόμικη μόνο μέσα σε ένα βρόμικο πλαίσιο – κόσμο.

Στη νεολογική κοσμοθέαση η πολιτική δεν είναι μόνο μια επέκταση της ηθικής βούλησης αλλά και τρόπος πραγμάτωσης της ανθρώπινης ουσίας ως ευ ζην μέσα στη δημιουργημένη από την ελεύθερη θέσμιση πολιτεία που με την σειρά της παράγει δράση ιστορική και κοινό έργο.

Μέσα από την νεολογική κοσμοθέαση, η πολιτική βούληση τρέπεται προς την θέσμιση της κοινωνίας με σκοπό την απελευθέρωση και πραγμάτωση των δημιουργικών ικανοτήτων όλων των πολιτών με σκοπό το κοινό έργο που ανήκει δικαιωματικά σε όλους και δεν οικειοποιείται ή αρπάζεται από τους λίγους. Η κοσμοθέαση του νεολογικού υλοθεϊσμού οδηγεί σε μια πραγματική αξιοκρατική και αριστοκρατική πολιτεία όπου ο ανώτερος άνθρωπος και ο ικανός προσφέρει εαυτόν στο κοινό έργο της πόλεως ως πρόσωπο ηθικό διότι ευθύς εξ αρχής αρνείται να χρησιμοποίηση τον άλλο άνθρωπο ως μέσον ή αντικείμενο κτήσης. Η κοινωνία μπορεί να βελτιωθεί μέσα από μιαν ηθική ανύψωση του ανθρώπου – πολίτου.

Ηθική είναι ο νόμος που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του πραγματώνοντας την υποστασιακή του ελευθερία. Ο νόμος αυτός δεν είναι από πριν καθορισμένος αλλά αναφύεται ως δεοντολογική δράση μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον ζωής. Αν το περιβάλλον αυτό στερεί την ελευθερία, αρπάζει την εργασία, διαφθείρει τη κοινωνία, τότε το ηθικό πρόσταγμα είναι η σύγκρουση με αυτό το περιβάλλον. Τούτη η σχέση αναδεικνύει σε ηθικό υποκείμενο τον πολιτικό άνθρωπο ως διαμορφωτή της κοινωνικής του κατάστασης. Έξω από την πολιτεία και τον αέναο αγώνα για ρύθμιση των σχέσεων των μελών της σε συνθήκες ελευθερίας, δεν μπορεί να τεθεί ο ηθικός άνθρωπος. Η άρνηση του αγώνα είναι παραίτηση και άρνηση της υποστασιακής ελευθερίας και ύβρις μεγίστη προς το ιερόν.

Ύβρις επίσης είναι η συμπεριφορά των ραγιάδων και των δειλών. Διότι και αυτοί αρνούνται την υποστασιακή ελευθερία που είναι η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Υπέρτατη κατάσταση της ανθρώπινης συνειδητότητας είναι η παρουσία. Τούτο σημαίνει την διάνοιξη της καρδιάς (εμβίωσης) και της συνείδησης δια του παρόντος στο άπειρον εόν.

Το παρόν της εγωϊκής συνείδησης είναι μια σκοτεινή φυλακή. Το παρόν της φιλοσοφικής συνείδησης είναι το ξέφωτο του κόσμου, το ζην μέσα στην ανοικτή αυλαία του κόσμου.

Συνεπώς το ηθικό παράγγελμα προς τον εσώτερο εαυτό μας είναι: ζήσε το παρόν ως παρουσία με ανοικτή συνείδηση προς το πάν και μην επιθυμήσεις τίποτα πέρα από αυτή τη παρουσία.Υψώσου στην ιδέα του θανάτου ως επιστροφής των στοιχείων της ύπαρξης στις διάφορες μορφές της ενεργείας και αφέσου μέσα στον ρουν της ζωής μέσα στην υπέρτατη επιθυμία της επιστροφής της ψυχής στο άπειρο ποτάμι του αιώνιου γίγνεσθαι όμοια με την επιστροφή των στοιχείων του σώματος στον ρουν της βαρυτικής ύλης.

Μέσα στη κατάσταση της παρουσίας το εγώ εκμηδενίζεται όπως εκμηδενίζεται και η επιθυμία της παράτασης του υπό οιανδήποτε μορφή. Μόνο μέσα από αυτή τη κατάσταση φτάνεις στα ύψη της ανιδιοτέλειας και της υπέρτατης ευχαριστίας, της υπέρτατης ένωσης με την ουσία του κόσμου και την αιωνιότητα.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκβιάζει την βούληση των θεών δια της επιθυμίας του. Η κορυφαία επιθυμία του ανθρώπου είναι να αφεθεί η ψυχή του μετά θάνατον στην κρίση των θεών. Που σημαίνει πως υπέρτατη επιθυμία πρέπει να είναι η υπέρβαση της ατομικής αρχής της ψυχής και η διάλυση των περιφορών της μέσα στην αιθερική ουσία των θεών. Με λίγα λόγια η κορύφωση της ευχαριστίας προς την ζωή ως παρόν και παρουσία και διάνοιξη προς το άπειρον ον, είναι η επιθυμία του θανάτου της ψυχής, εννοώντας την διάλυση της ατομικότητας της μέσα στην αιθερική ουσία που είναι η άπειρη ψυχή του κόσμου και η ένωση με αυτήν.

Σε αυτή τη κορύφωση της βούλησης που είναι η βούληση του θανάτου της ψυχής δεν μπορείς να φτάσεις αν δεν διανύσεις τον μακρύ δρόμο της βούλησης της αιωνιότητας και δεν βιώσεις την παρουσία ως πληρότητα και άπειρη ευχαριστία.

Μέσα από την επιθυμία του θανάτου της ψυχής, η ψυχή επιστρέφει στο παρόν και βιώνει την παρουσία μέσα στο κόσμο απαλλαγμένη από κάθε επιθυμία κτήσεως, κατακτήσεως, εξουσίας, επιβολής, δυνάμεως, δόξας, υπεροψίας ή ταπείνωσης, επιστρέφει σε κατάσταση πραότητας, ανιδιοτέλειας και μαχητικότητας που ταυτίζεται με την συστράτευση στην οδό των θεών. Η ψυχή επιστρέφει ενάρετη και αγνή στον κόσμο ως υπέρτατη κατάφαση στη ζωή στο νυν και το ενταύθα, στο εδώ και τώρα όπου ευρίσκονται και οι θεοί—«είναι και ενταύθα θεοί» (Ηράκλειτος).

Μην απαιτείς από το πάνθεο πού έπλασε την ψυχή σου να αμειφθείς ή να μεταβείς στην νέα ενύλωση ή στο κάλλιστο κοσμικό γένος. Αυτό δεν είναι δικό σου έργο αλλά επαφίεται στη κρίση των θεών. και μην ξεχνάς πως είναι δυνατόν να εισέλθεις σε νέες οδυνηρές περιπέτειες αν η εξέλιξη της ψυχής σου έχει φτάσει στο επίπεδο να είναι λαμπαδηφόρος της θείας βούλησης και γνώσης. Για αυτό ζήσε το παρόν ως παρουσία και διάνοιξη προς το άπειρο και την συνείδηση των θεών και υψώσου στην επιθυμία της επιστροφής της ατομικής ψυχής σου, στην ψυχή του ουρανού που είναι η εστία των θεών.

Συμπεράσματα

Ο άνθρωπος που μένει κλεισμένος στην ατομικότητα και εγωϊκότητα του και αρνείται τον αγώνα γίνεται ο τάφος της ψυχής και το αποκρουστικό αίσχος του σύμπαντος.

Ο άνθρωπος που μένει κλεισμένος στην αρπακτικότητα του εγώ και της εγωικής βούλησης της δύναμης είναι μια ηθική αποτυχία.

Ο άνθρωπος που επιδιώκει την εγωκεντρική αρμονία της ύπαρξης του με την κοινωνία, χωρίς να μάχεται για την καλλίστη πολιτεία είναι άνθρωπος κατώτερης αξίας.

Ο άνθρωπος που μάχεται για την καλλίστη πολιτεία υπερβαίνοντας εαυτόν αξιώνεται της φιλίας των θεών που είναι η μεγίστη ανύψωση της θνητής ύπαρξης.

Πολιτειολογία ή περί αρμονικής πολιτείας

Εξετάζουμε σε αυτό το κεφάλαιο την σχέση της πολιτείας με την γνωσιολογική και οντολογική αναζήτηση νοουμένου ότι και στον περί ηθικής λόγο αναφέραμε την πολιτεία ως παροντικό σκοπό του αγώνος που διεξάγει ο ηθικός άνθρωπος που αναβιβάζει την ζωή του σε πύλη διέλευσης του θείου και της αλήθειας στην χωροχρονική διάσταση όπου είναι συνδεδεμένη η ύπαρξη.

Περί της ουσίας της φιλοσοφίας

Ουσία της φιλοσοφίας είναι να ορίσει τον τρόπο γνώσης και τα όρια της γνώσης. Να ορίσει τι είναι έλλογο, τι ενορατικό, τι φαντασιακό, τι πραγματικό και τι δυνητικό. Η φιλοσοφία είναι μια διάνοιξη δρόμων και μονοπατιών μέσα σε ένα απέραντο και πυκνό και δύσβατο δάσος.

Αυτό που μπορούμε να δούμε και να περιγράψουμε μετα βεβαιότητος είναι το κοντινό και το άμεσο το οποίο ανάγουμε στο όλον μη δυνάμενοι να απαλλαχθούμε της αβεβαιότητος που ενυπάρχει στην αναγωγή.

Η παραδοχή αυτή εισάγει στο φιλοσοφικό στοχασμό την συνεχή αμφισβήτηση των αληθειών μας και την σχετική αξία της γνώσης σε σχέση με το πρακτικό πεδίο, σε σχέση με την ζωή μας ως εδώ και τώρα, σε σχέση με την εργασία και τις δομές που δημιουργεί σε κοινωνικό επίπεδο.

Μέσα από την αμφισβήτηση και την αξιολόγηση της γνώσης διασώζεται η ελευθερία που εκδηλώνεται υποστασιακά ως βούληση του ειδέναι. Πάνω σε αυτή την ελευθερία μπορούμε να στηρίξουμε την κοινωνία, τους θεσμούς και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η υποχώρηση της υποστασιακής ελευθερίας αφήνει πάντοτε την αυθαιρεσία και την τυραννία που την συνοδεύει, να ρυθμίζουν το κοινωνικό είναι.

Το νόημα της φιλοσοφίας είναι η εγκαθίδρυση της ελευθερίας, συνεπώς ο αγώνας ενάντια στη πλάνη, το ψεύδος και την εξουσία που εκπορεύεται από αυτά.

Συνεπώς η φιλοσοφία είναι το βάθος και το υπόβαθρο του πολιτειακού λόγου.

Η πλάνη και το ψέμα αν συνδεθούν με την εξουσία, παράγουν την απεχθέστερη τυραννία πάνω στην ανθρώπινη φύση. Η φιλοσοφία είναι η σοβαρότερη βούληση κατά της τυραννίας και ως εκ τούτου η υψηλότερη προσπάθεια βελτίωσης της πολιτειακής κατάστασης του ανθρώπου ως όντος πολιτικού.

Η ζήτηση της αλήθειας είναι από την φύση της μια σύγκρουση με το ψέμα, με την πλάνη και με τις θεσμισμένες εξωτερικεύσεις τους, τις πολιτειακές τους πραγματώσεις.

Περί της πορείας προς την αλήθεια και του κοινωνικού της νοήματος

Η πορεία προς την αλήθεια ή την γνώση της ουσίας του όντος αρχίζει από τα παροντικά δεδομένα στη συνείδηση. Αν δεν μπορούν να εξαχθούν αλήθειες και αρχές από αυτά τα δεδομένα τότε η προσέγγιση της απώτερης αλήθειας είναι αδύνατη. Μέσα από την εγγύτερη αλήθεια προσεγγίζουμε την απώτερη και απώτατη.

Η πορεία προς την απώτατη αλήθεια ίσως να είναι το έργο της ανθρωπότητος και της ιστορίας της μέσα από βέβαια βήματα. Κατά συνέπεια η μεθοδολογία της βήμα προς βήμα πορείας προς την αλήθεια εδράζεται στην έρευνα των αμέσων δεδομένων και την προοδευτική διάνοιξη προς το ον μέσα από την πνευματική ανοικτοσύνη προς αυτό. Ανοικτοσύνη που αποποιείται κάθε δογματικό κλείσιμο της αναζήτησης.

Αν αυτή την αρχή την εφαρμόσουμε και στην κοινωνία τότε θα έχουμε μια κοινωνία που σέβεται την ελευθερία της σκέψης και της έρευνας, μια κοινωνία που φροντίζει την βελτίωση της κατάστασης της μέσα από την πορεία προς το αληθινό και την αξιοποίηση των πρωταρχικών αληθειών της ζωής.

Όμως επειδή αποκλείουμε την μίαν αλήθεια που επιβάλλεται πάνω στις συνειδήσεις και κατά συνέπεια αποκλείουμε την αυθεντία και την εξουσία πάνω στη κοινωνία, τότε αναδεικνύεται η αξία της συμφωνίας μεταξύ των πολιτών ως πρωταρχική αλήθεια. Όταν αποκλείσουμε την αυθεντία τότε ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα λόγου έχει δικαίωμα αναίρεσης της όποιας συμφωνίας ή θεσμού που του μειώνει την ελευθερία επιλογής και λόγου.

Τούτο προβάλλει ως υπάτη πρωταρχική αλήθεια την δυνατότητα αυτοθέσμισης της κοινωνίας και παραγωγής της εξουσίας μέσα από το σύνολο αυτής της κοινωνίας και όχι μέσα από τους ολίγους, τους αυθέντες, τους κατόχους της δύναμης, του πλούτου, της «αλήθειας».

Η δυνατότητα της αυτοθέσμισης δεν στηρίζεται πάνω στην αρχή του πλήθους που επιβάλλεται στην μειοψηφία αλλά πάνω στην δυνατότητα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά να αμφιβάλλει κάθε δεδομένο να ανασκοπεί και να επαναξιολογεί κάθε δεδομένο, με ένα λόγο να αμφισβητεί την εγκυρότητα κάθε αλήθειας ή σύμβασης και να προσδιορίζει την αξία, το νόημα και την σχετικότητα της.

Αυτοθέσμιση και αμφισβήτηση και επαναξιολόγηση των θεσμών είναι μεγέθη αλληλένδετα που εδράζονται στην ελευθερία της σκέψης και του λόγου σε επίπεδο ατομικό. Διότι κανένας θεσμός δεν μπορεί να καταλύσει αυτή την ελευθερία και να μην είναι θεσμός αντικοινωνικός και απάνθρωπος. Το σκεπτόμενο άτομο έχει το δικαίωμα της καταστροφής ενός τέτοιου θεσμού.

Δεν μπορεί να υπάρξει αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία που να μην εδράζεται στην ελευθερία της σκέψης και του λόγου ως αντιδογματικής ανοικτοσύνης προς την αλήθεια.

Όπου υπάρχουν αυθεντίες που χειρίζονται δογματικές αλήθειες η ελευθερία πεθαίνει και η κοινωνία μεταβάλλεται σε κοπάδι υποταγμένων.

Περί αρμονικής πολιτείας

Ιδανική Πολιτεία είναι εκείνη η κατ’ ελευθερία θεσμισμένη κατάσταση που λειτουργεί ως περιέχον στην ανθρώπινη ύπαρξη που επιτρέπει πρώτα από όλα την ανοικτοσύνη προς το είναι. Τούτο σημαίνει ότι δεν επιβάλλει μιαν τελική αλήθεια στους πολίτες της αλλά επιτρέπει την πρόσβαση στην αλήθεια μέσα από την ελευθερία της σκέψης και της έρευνας. Συνεπώς στην ιδανική πολιτεία η πρωταρχική αλήθεια είναι η δυνατότητα διάνοιξης προς το είναι που επιτελείται από την ατομική ύπαρξη που αναδεικνύεται σε πρόσωπο. Αυτός είναι ο θεμελιώδης λόγος της πολιτείας, να πραγματώνει και διαφυλάττει την ελευθερία.

Όμως για να υπάρχει αυτή η ελευθερία προϋποθέτει την δικαιοσύνη που νοείται αρχικά ως απρόσκοπτη ανάπτυξη και πραγμάτωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου. τούτο εδράζεται όχι μόνο στην παιδεία της ελευθερίας αλλά και στην ελεύθερη πρόσβαση στο κοινωνικό είναι μέσα απο ένα ισόρροπο καταμερισμό της ισχύος ώστε να επωφελούνται όλα τα άτομα της πολιτείας. Η συσσώρευση ισχύος σε λίγους αναπτύσσει την δυσπλασία της τυραννίας.

Η ιδεώδης ή αρμονική πολιτεία είναι ο τόπος της ελευθερίας, της ανάδειξης και προαγωγής της ατομικής δημιουργικότητας προς όφελος της συλλογικότητας που εκφράζει μέσα στην ιστορία τον διαφοροποιητικό λόγο της ύπαρξης της και αναδεικνύει τον ιδιαίτερο διάκοσμο του πολιτισμού της. Η πολιτεία γίνεται έτσι το μείζον ιστορικό υποκείμενο που διασώζει και μεταβιβάζει και μεταλαμπαδεύει τον αναδυόμενο από τα άτομα-πολίτες της, διάκοσμο της δημιουργικότητας.

Η πολιτεία είναι ο θεσμιζόμενος τόπος και ως εκ τούτου το οχυρό, της ελευθερίας της δικαιοσύνης και της δημιουργικότητας.

Όπως χωρίς την παρουσία θείου μέσα μας και χωρίς την αίσθηση της διέλευσης του από την βούληση μας δεν υπάρχει ηθική και αρετή έτσι και χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει πολιτεία. Με ένθεη βούληση και ελευθερία ο άνθρωπος πραγματώνει την ύπαρξη του.

Περί της εργασίας και του μικρού και μεγάλου διάκοσμου

Η ανθρώπινη νόηση ως γνωρίζουσα εισέρχεται στο γενεσιουργό πεδίο δια της δημιουργίας και της εργασίας ως ενέργειας που με υλικά της φύσης δημιουργεί ένα κατεξοχήν ανθρώπινο μικρό διάκοσμο που προστίθεται στον μεγάλο διάκοσμο της νόησης του κόσμου.

Η εργασία πέρα από την ωφελιμότητα της εισάγει το νόημα της παρουσίας μας στον κόσμο όπως αυτός εμφαίνεται στις αισθήσεις και διανοίγει την δυνατότητα δημιουργίας νέων μορφών και ενάσκησης της ανθρωποκεντρικής εργονομικής σκέψης.

Αυτός ο κόσμος των αισθήσεων και της εργασίας–δημιουργίας με όλο του το κοσμολογικό βάθος είναι ο μόνος αληθινός κόσμος του ανθρώπου ή της ανθρώπινης ύπαρξης ως σύζευξης σώματος και ψυχής.

Ο άνθρωπος τελειούται ή ολοκληρώνει την ύπαρξη του μέσα από την εργασία–δημιουργία που και αυτή υπόκειται σε εξελικτική διαδικασία και καθορίζει την ιστορική πορεία του.

Από την θέση αυτή προκύπτουν ζητήματα σχέσης ανάμεσα στην ανθρωποκεντρική εργονομική σκέψη και την κοσμική εργονομία καθώς και το μέγα ζήτημα της συμμετοχής του κάθε ανθρώπου στην δημιουργία του μικρού διακόσμου και των ωφελημάτων αυτού.

Ο μικρός διάκοσμος είναι φτιαγμένος από την εργασία της ανθρωπότητος και ως εκ τούτου ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα η οποία φέρει και την ευθύνη της εναρμόνισης με την φύση.

Ο νέος λόγος–τρόπος του νοείν ως διάνοιξη μιας άλλης εικόνας του πραγματικού και των σχέσεων των όντων εν τω γίγνεσθαι τους ανοίγει μια νέα δυνατότητα εργασιακής δημιουργικής δράσης πάνω στη φύση. Το πρόβλημα που τίθεται είναι να μην παραχθούν από αυτή την δυνατότητα τερατουργήματα και να μην γίνουμε οι αίτιοι μιας μεγάλης καταστροφής που θα θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη του ανθρώπου. Την αυθαίρετη και κερδοσκοπική επιστήμη και τεχνολογία που βρίσκεται σήμερα στην υπηρεσία των ανταγωνιστικών συμφερόντων δέον όπως την αντικαταστήσει η εναρμόνια προς την φύση δράση για το καλό ολόκληρης της ανθρωπότητος. Τούτο σημαίνει πως αντιλήψεις παρωχημένων εποχών, θρησκευτικές και επιστημονικές, επιβάλλεται να παραμερισθούν ώστε ο άνθρωπος να εναρμονισθεί με το γίγνεσθαι της φύσης που τον περιέχει και να πάψει να την μεταχειρίζεται ως αντικείμενο κατωτέρας οντολογικής τάξης που δόθηκε σε αυτόν για να το κατακτήσει και να το υποτάξει στη θέληση του.

Ο νέος λόγος ανοίγει την αυλαία μιας νέας εποχής και ενός νέου ανθρώπου που θα στηρίξει την ζωή του στην ευσέβεια προς την παμμήτηρα φύση που τον περιέχει.

Χωρίς το ήθος της ευσέβειας, η επιστήμη και η τεχνολογία θα γίνουν εργαλεία καταστροφής, η τέχνη μέσον παραμόρφωσης και η ηθική εκδήλωση της εγγενούς αρπακτικότητας του επηρμένου ατόμου και των ακόρεστων επιθυμιών του.

Θέλω να πω πως η θεμελιώδης αρχή της επιστήμης και εν γένει της παρέμβασης του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι το ευσεβές ήθος που αποτελεί εμβίωση της γνώσης. Χωρίς ήθος όλα είναι επιτρεπτά.

Το ήθος ως απαύγασμα της γνώσης αποτελεί το υπόβαθρο της εργονομικής δράσης του ανθρώπου της εναρμόνιας με την Φύση και την θείαν εργονομία.

Περί της εμβίωσης του ωραίου και της τέχνης

Από την σκέψη και την αίσθηση παράγεται η ιδέα του ωραίου και η αισθητική συγκίνηση που την συνοδεύει. Η κατάσταση αυτή μπορεί να ορισθεί ως εμβίωση της ωραιότητος που παράγεται μέσα στην σχέση των αισθημάτων και της σκέψης. Η συγκίνηση αυτή αναδύεται μέσα στην ενότητα του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο, στην ενότητα του υποκειμενικού με το αντικειμενικό μέσα στην γνωρίζουσα νόηση που εμποτίζει με χαρά την ύπαρξη του ανθρώπου, την ψυχή και το σώμα. Όπου ο κόσμος της αισθητικής συγκίνησης ως απορρέον της ενότητας εννοιακών παραστάσεων και αισθημάτων αποτελεί μια αυτοτελή πραγματικότητα προέκταση της φύσης και της συνείδησης.

Από την αισθητική συγκίνηση παράγεται το έργο τέχνης και ο κόσμος της τέχνης ως ο κατ’ εξοχήν ανθρώπινος διάκοσμος, ως το κάλλιστο απόσταγμα της ζωής που αντισταθμίζεται με όλα τα βάσανα και τις αγωνίες της.

Η αισθητική συγκίνηση ως εμβίωση του ωραίου αναδεικνύει τον κόσμο – διάκοσμο της ανθρώπινης δημιουργίας και ελευθερίας, ως τον μοναδικό κόσμο που είναι το δικό του δημιούργημα και που κανένας θεός ή τύραννος δεν μπορεί να το καταργήσει. Διότι ακόμα και σε συνθήκες ακραίας δυστυχίας και σκλαβιάς σε ειρκτή υγρή και σκοτεινή, ο άνθρωπος μπορεί να παράξει την συνείδηση της ομορφιάς και να την υψώσει ως τρόπαιο της υποστασιακής, ποιητικής, αναφαίρετης ελευθερίας του.

Περί θρησκείας

Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται η σχέση της φιλοσοφίας του νεολογικού υλοθεϊσμού με την θρησκεία ή τις θρησκείες και τίθενται οι αρχές αυτής της σχέσης.

Οι θρησκείες αποτελούν κλειστές και σταθερές παραστάσεις του κόσμου που παράγονται από την βούληση της δυνάμεως και της εξουσίας με σκοπό την εξουσία πάνω στην συνείδηση και την κοινωνία. Οι θρησκείες είναι με λίγα λόγια εξουσιαστικά συστήματα διαχείρισης των μαζών.

Η αλήθειες των θρησκειών δεν προκύπτουν από την έλλογη νόηση αλλά παράγονται από εξωλογικές δυνάμεις και ροπές της ανθρώπινης ύπαρξης και επιβάλλονται στη κοινωνία είτε δια της βίας είτε δια της σταδιακής διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης που επικρατεί πάνω στην ατομική συνείδηση από την νηπιακή ηλικία, γεγονός που κάνει την κοινωνική συνείδηση να είναι και αυτή μια μορφή βίας.

Οι θρησκείες ως κλειστά συστήματα ιδεών και φαντασιακών παραστάσεων συντηρούν μιαν μόνιμη εχθρότητα κατά της φιλοσοφίας και εν γένει της έλλογης ανθρωποκεντρικής θεώρησης του όντος.

Η φιλοσοφία συνήθως επιβιώνει διότι συντάσσεται με την ανάγκη της προόδου και της εξέλιξης που εκδηλώνεται στη κοινωνία με πολλούς τρόπους. Η φιλοσοφία τίθεται η ίδια ως ενέργεια και βούληση κοινωνικής προόδου μέσα από την ανάγκη της κοινωνικής ζωής και εξέλιξης. Ως εκ τούτου αποτελεί κορυφαία σύγκρουση με την θρησκευτική στασιμότητα που φτάνει κάποτε στην κατάργηση της νόησης ως περιττού και σκανδαλώδους οργάνου της ανθρώπινης φύσης.

Εξαίρεση αποτελούν οι φυσικές θρησκείες που δεν αποτρέπουν την φιλοσοφική σκέψη και την ατομοκεντρική κοσμοθέαση. Όμως επειδή η ατομοκεντρική κοσμοθέαση εισάγει στο κοινωνικό πεδίο την αρχή της ατομικότητας ως θεμελιώδους πηγής της θέσμισης της κοινωνίας και ανάδυσης της εξουσίας, προκαλεί την αντίδραση κάθε θρησκευτικής εξουσίας που αντλεί εξουσιαστική ισχύ από την επικράτεια της θρησκευτικής παράστασης στη κοινωνική συνείδηση.

Η ύπαρξη της θρησκείας και των ιερατείων είναι ένα πρόβλημα που θα υπάρχει και θα συγκρούεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ελευθερία της σκέψης και της δημιουργίας όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που θα έχουν ανάγκη την κλειστότητα της θρησκείας και θα νομίζουν την δική τους παράσταση ως την μοναδική και αναντικατάστατη.

Από την άλλη όμως η καταφυγή του ανθρώπου στη θρησκεία εκφράζει την ανάγκη της αναζήτησης μιας αρχής πάνω στην οποία να στηρίξει την ζωή του ατομικά και συλλογικά. Οπότε η θρησκεία παίζει τον ρόλο της κοινωνικοποίησης του ατόμου.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η διαδικασία κοινωνικοποίησης δια μέσου της θρησκείας αναδεικνύει πολιτεία ελευθερίας και προόδου ή αν καταβυθίζει τον άνθρωπο στο σκοτεινό σπήλαιο της πνευματικής και κοινωνικής δουλείας.

Έτσι τίθεται το ζήτημα της θρησκείας ως πύλης που εισάγει στην ελευθερία ή στη δουλεία. Ενώπιον αυτού του διλήμματος η φιλοσοφία έχει καθήκον να ασκεί κριτική πάνω σε όλες τις θρησκευτικές παραστάσεις.

Η θρησκεία πρέπει να εξετάζεται τόσο ως προς το περιεχόμενο της όσο και ως προς την επίδραση που ασκεί στη κοινωνία. Η θρησκεία δεν μπορεί να λέει και να πράττει ότι θέλει οχυρωμένη στο απυρόβλητο και μη ελεγχόμενη από την φιλοσοφία. Διότι ότι απευθύνεται στη καθολική συνείδηση και επηρεάζει κατά συνέπεια τους θεσμούς και τις σχέσεις των πολιτών, επιβάλλεται να τίθεται υπο εξέταση. Δεν υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην φιλοσοφία και την θρησκεία ώστε να δρουν ανενόχλητες η μια με την άλλη. Αμφότερες έχουν κοινό τόπο την καθολική συνείδηση και την πολιτεία. Συνεπώς η σχέση τους πρέπει να είναι διαλεκτική, άλλοτε συμφιλιωτική και άλλοτε συγκρουσιακή Η περί του θείου έρευνα είναι έργο της φιλοσοφίας. Tα θρησκευτικά δόγματα και εν γένει οι στατικές παραστάσεις του θείου συνιστούν ψευδοκοσμική φυλακή της ψυχής.

Ο δρόμος προς την αλήθεια είναι ο δρόμος της νοητικής διάνοιξης του όντος. Συνεπώς η φιλοσοφία του νεολογικού υλοθεϊσμού υπερβαίνει κάθε στατική θρησκευτική παράσταση. Οι θρησκείες είναι επινοήσεις της εξουσιαστικής βούλησης αλλά και τόποι καταφυγής του αφιλοσόφητου ανθρώπου της μάζας.

Εξ αυτού θεωρούμε την θρησκεία ως αναγκαίο φαινόμενο στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου στο οποίο η φιλοσοφία οφείλει να παρεμβαίνει και να ασκεί κριτική στις παραστάσεις και τα νομιζόμενα της ώστε τουλάχιστο να διανοίγεται κάποιο παράθυρο ελευθερίας και ορατότητας του πραγματικού.

Δεδομένου βέβαια ότι στην πολιτεία θα ισχύουν οι αρχές της ελευθερίας του λόγου και της ανεξιθρησκείας που θα απολήγουν στο εκπαιδευτικό σύστημα ως δυνατότητα πρόσβασης στον φιλοσοφικό λόγο και στα νομιζόμενα όλων των θρησκειών χωρίς να ευνοούνται από το κράτος θρησκευτικά μονοπώλια που επιβάλουν την αυθεντία των λεγομένων τους στη παιδεία και την κοινωνία.

Η εξέταση της σχέσης φιλοσοφίας και θρησκείας οδηγεί στα ζητήματα της παιδείας, στην συγκρότηση της συνείδησης, στην παραγωγή των θεσμών, στην περί πολιτείας ιδέα, στην ηθική και εν γένει πρακτική βούληση και την κοσμολογία. Αν αφήναμε την θρησκεία να επιβάλει τις απόψεις και τα νομιζόμενα της πάνω σε όλα αυτά τα θέματα τότε ή θα καταργούσαμε δια αυτοχειριασμού την φιλοσοφική ελευθερία ή θα καθιστούσαμε την φιλοσοφία υπηρέτρια της θρησκείας όπως έγινε σε άλλες εποχές. Σε αυτό το ζήτημα η φιλοσοφία του νεολογικού υλοθεϊσμού για να είναι συνεπής με τις αρχές της, τάσσεται ενάντια στην αυθεντία της θρησκείας και διεκδικεί την έλλογη ανθρωποκεντρική διαμόρφωση της συνείδησης και της πολιτείας μέσα σε συνθήκες ελευθερίας και σύγκρουσης με την θρησκευτική απολυτοκρατία.

Στο πεδίο αυτής της σύγκρουσης η θρησκευτική συνείδηση δεν αφήνεται έρμαιο των θρησκειών και των ιερατείων τους. Η παρέμβαση της φιλοσοφίας στη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης είναι φιλοσοφικό καθήκον. Η φιλοσοφία είναι ο αντίλογος της ελευθερίας και της έλλογης νόησης στην θρησκευτική κλειστότητα που χαρακτηρίζεται από την παράλογη ανάδυση φαντασιακών εικόνων και αυθαίρετων εννοιών που συναποτελούν την ψευδοκοσμική παράσταση των θρησκειών.

Τα γνωσιολογικά και κοσμολογικά δεδομένα που μεταξύ πολλών άλλων καθορίζουν την παρέμβαση της φιλοσοφίας στη εθνική και εν γένει δυτική θρησκευτική συνείδηση, με σκοπό την παρεμβολή και διαμόρφωση αυτής από τις αρχές και ιδέες της νεολογικής κοσμολογίας, είναι:

  1. Η ύπαρξη των θεών ως οντοτήτων και όχι ως ανθρωπομορφικών παραστάσεων κάποιων δυνάμεων της φύσης όπως διατείνονται κάποιοι άσχετοι με την θεολογία.
  2. Η ανυπαρξία του θεού ως οντότητος που κείται πέραν και εκτός του κόσμου και δημιουργεί αυτόν εκ του μηδενός.
  3. Η ανυπαρξία του προσωποποιημένου κακού στο κόσμο και της πάλης μεταξύ καλού και κακού και όλων των φαντασιακών περιγραφών που εδράζονται σε αυτή την πλάνη.
  4. Η κατά Λόγο – Τρόπο αέναη διαφοροποίηση των πάντων και το αδύνατο της επανάληψης του ταυτού-ιδίου. Γεγονός που αποκλείει την αΐδιον ανακύκληση ή ανασύσταση ή ανάσταση, καθώς (αποκλείει) και την παντοδυναμία της σκοπούσας ενέργειας της γενεσιουργού νοήσεως και των πρωταρχικών οντογενέσεων της επί της τυχαιογενετικής εκπτύξεως της ύλης.

Δ. Γενικά συμπεράσματα και αποφθέγματα

Αυτά που μπορούμε να δούμε με τον Λόγο καθαρά και αδιαμφισβήτητα, αποτελούν τις αλήθειες μας στον παρόντα ιστορικό χρόνο. Διότι δεν πρέπει να αποκλείσουμε μια μελλοντική εξέλιξη της νόησης και ένα νέο τρόπο του ειδέναι εκ του οποίου να απορρεύσει ένα άλλο θέαμα του κόσμου.

Πάνω στις κεντρικές αλήθειες που εδράζονται στο Λόγο μπορούμε να επεκτείνουμε ή αναπτύξουμε κάποιες ιδέες επιστρατεύοντας και την φαντασία. Όμως είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε ότι ο κόσμος αυτός της επεκτάσεως των πρωταρχικών αληθειών είναι ένας κόσμος δυνητικός και όχι ο πραγματικός κόσμος.

Η ορθή στάση της φιλοσοφίας είναι να διαχωρίζει το πραγματικό από το δυνητικό ή την ενεργή πραγματικότητα από την δυνητική πραγματικότητα και να εμμένει στην αβεβαιότητα παρά να κλείνει το άνοιγμα προς το άγνωστο με δυνητικές προτάσεις.

Βέβαια το δυνητικό δεν ταυτίζεται με το φαντασιακό διότι το δυνητικό εδράζεται στις έλλογες αλήθειες και αποτελεί ανάπτυξη αυτών ενώ το φαντασιακό είναι αυθαίρετο και υπακούει μάλλον σε επιθυμίες ή βλέψεις εξωφιλοσοφικές.

Τα συμπεράσματα παράγονται από την άμεση θέαση, την εννοιακή πραγματικότητα και τις μεθόδους της σκέψης που είναι η αναγωγική και η συνδυαστική σκέψη. Ως εκ τούτου ο συμπερασματικός λόγος συνιστά την παραγωγική μέθοδο σκέψης που αποτελεί συμπλήρωμα του Τρόπου του νοείν.

Συμπέρασμα 1

Η τέλεια γνώση του πραγματικού είναι αδύνατη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μόνο ζοφερή προσέγγιση του πραγματικού μπορεί να έχει η γνωρίζουσα νόηση μας. Ωστόσο στα πλαίσια αυτά έχουμε βεβαιότητα των ορίων της βούλησης του ειδέναι καθώς και βεβαιότητα της ποιότητος της γνώσεως μας που στηρίζεται στους νόμους της νόησης.

Έξω από αυτούς τους νόμους πλάθουμε ψευδόκοσμους που λειτουργούν παραμορφωτικά πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Το νόημα της ύπαρξης μας εστιάζεται στο ζην στο παρόν ως διάνοιξη του περιορισμένου μέσα στο άπειρο. Να ζούμε στο παρόν με συνείδηση του απείρου. Να χαιρόμαστε τη ζωή και να την υμνούμε μέσα από την δημιουργία και τον αγώνα.

Η ανθρώπινη ύπαρξη διανοίγει το δέον μέσα από την γνωστική προσέγγιση του όντος. Αυτό το δέον αναδεικνύει και πραγματώνει την ηθική συνείδηση. Το δέον ανοίγει τον κατεξοχήν ανθρώπινο κόσμο της δημιουργίας. Το ζην κατά το δέον συνενώνει την ελευθερία με τη ανάγκη. Διότι το δέον υπαγορεύεται απο την ηθική συνείδηση και από την φυσική πραγματικότητα που περιέχει την ανθρώπινη ύπαρξη και την καθορίζει.

Όμως αυτή η φυσική πραγματικότητα ηθικοποιείται, δηλαδή ανάγεται στην γνωσιολογική και ηθική συνείδηση.

Σημασία έχει να έχεις συνείδηση της κάθε σου πράξης ακόμα και αν αίτιο αυτής είναι κάτι το εξωτερικό. Ο ηθικός άνθρωπος είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις αιτίες των πράξεων του και να τις ελέγχει με τον ίδιο τρόπο που ελέγχει το εννοιακό γίγνεσθαι στην συνείδηση του. Τούτο συνιστά την αυτογνωσία. Να πράττουμε κάθε τι με αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία και επίγνωση και όχι να ενεργούμε ανεπιγνώτως και ασυνειδήτως όπως τα θηρία μέσα στην αγέλη.

Εφόσον ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την αυτοσυνείδηση και αυτεπίγνωση των πράξεων και των στοχασμών του, τότε δεν δικαιολογείται η άνευ επιγνώσεως ζωή και εν γένει η ετερόνομη ύπαρξη παρά μόνο ως κατάσταση προ-ανθρώπινη ή κατάσταση κατώτερης κτηνώδους και φυτικής ύπαρξης. Ο ενσυνείδητος άνθρωπος είναι μια κατάκτηση που απαιτεί αγώνα προσωπικό και όχι μια δωρεά έξωθεν.

Όμως ο τύπος ανθρώπου που κυριαρχεί στη γη είναι ο ασύνειδος και ετερόνομος άνθρωπος που βρίσκεται κοντύτερα στο θηρίο σε σύγκριση με τον ενσυνείδητο άνθρωπο που ανυψώνεται ως υπεράνθρωπος προς το θείον.

Ο κοινός άνθρωπος είναι τρισβάρβαρη κατάσταση ασυνειδησίας, ετερονομίας, αρπακτικότητας και εγωϊκότητας που αρέσκεται να ζει σε αγελαία σύνολα αντί σε πολιτεία. Διότι η πολιτεία είναι το μεγάλο έργο της νόησης του όντος και του δέοντος.

Συμπέρασμα 2

Περί του είναι ως όντος, ως δυνατού και δέοντος: Το είναι διανοίγεται στο νοητό κατ’ ανταπόκριση ως εικόνα νοητική και όχι ως όντως ον. ¨Όμως το Είναι ως ατελεύτητο γίγνεσθαι εμπεριέχει το δυνητικό και το δέον εφόσον δρουν εντός του οι δυνάμεις της γενεσιουργού νοήσεως.

Το δυνητικό εισάγει στην συνείδηση το πιθανόν και το ενδεχόμενο και κατά αντιδιαστολή το μη πιθανόν, το απίθανο και το αδύνατο να τεθεί στο είναι, το αποκλειόμενο πάσης ύπαρξης.

Η γνώση αυτή προσδιορίζει και πλοηγεί το δέον. Όπου η γενεσιουργός νόηση είτε η άμεση που μεταφέρεται στα πρωτογενή όντα είτε η έμμεση που εκδηλώνεται στα υστερογενή, στοχεύει το πραγματοποιήσιμο.

Το δυνατόν ορίζεται από το είναι και την κατάσταση του γίγνεσθαι σε κάθε πεδίο δημιουργικής παρέμβασης.

Η νόηση του είναι διακρίνεται σε νόηση του όντος, του δυνητικού και του δέοντος. Το ον, το δυνατό και το δέον.

Τούτο εισάγει μέσα στην νόηση του δέοντος που προσδιορίζει την δημιουργία, στοιχεία και αρχές εργονομίας και εναρμόνισης. Όπου το δυνατόν, η δυνητική ύπαρξη ως νοητική σύλληψη δεν μεταφέρεται μέσα από το δέον στο ον άνευ σκοπού, νόμου και έργου.

Υπάρχει όμως και εκείνη η δυνητική κατάσταση που εκδηλώνεται σε ον χωρίς την μεσολάβηση του δέοντος και της γενεσιουργού νοήσεως άρα άσκοπη και προσδιορισμένη μέσα στη σχέση του Λόγου-τρόπου του είναι και συνεπώς εναρμόνια. Το άσκοπο δεν αναιρεί την αρμονία δεν υπόκειται όμως στις αρχές της εργονομίας, της σκοπούσας εργονομικής δημιουργίας.

Συμπέρασμα 3

Ο γνωρίζων Λόγος είναι επέκταση στη γνωρίζουσα συνείδηση μας, του εμπράγματου Λόγου που δεν είναι οντότητα αλλά τρόπος του γίγνεσθαι. Ο Λόγος μέσα στο νοητό, μέσα στο πεδίο της γνωρίζουσας νόησης, λειτουργεί ως γενεσιουργός εννοιών και όχι πραγμάτων. Η εννοιακή πραγματικότητα κινδυνεύει να απομακρυνθεί από την πραγματικότητα καθαυτή του γίγνεσθαι και να πλάσει παράκοσμους και ψευδόκοσμους που εγκλωβίζουν μέσα τους το υποκείμενο. Για τούτο απαιτείται η φιλοσοφική επαγρύπνηση που συνίσταται στον συνεχή έλεγχο, στη συνεχή αμφισβήτηση και επαναξιολόγηση των εννοιών και των σκοπών που απορρέουν από αυτές. Η φιλοσοφία δεν έχει τέλος ούτε επιτρέπει την επανάπαυση. Η φιλοσοφία είναι ένας αδιάκοπος έλεγχος της συνείδησης.

Συμπέρασμα 4

Η γνώση του Α δεν είναι δυνατή χωρίς να τεθεί αυτό στο περιέχον του παν μη Α. όπου το Α ως συμβάν του νοητού αναγνωρίζεται από τον Λόγο δηλαδή από την έννομη νόηση ως μη γνωρίσιμο χωρίς παν μη Α. Συνεπώς η ίδια η νόηση αναγνωρίζει την άγνοια της, την άγνοια αυτού που τίθεται στο νοητό δια των αισθήσεων και εννοιών. Οπότε ο τόπος της άγνοιας η της περιορισμένης γνώσης είναι ο τόπος του υποκειμένου το οποίο και αυτό ανάγεται στο νοητό και στην ολότητα ως σχέση Α και παν μη Α. Σε αυτό το σημείο της άγνοιας η νόηση αναγνωρίζει την αδυναμία της ενώπιον του νοητού όντος αλλά και την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη γνωρίζουσα νόηση και τον κόσμο των εννοιών με την πραγματικότητα των όντων καθ εαυτόν. Τίθεται εδώ το καθ εαυτόν και το καθ εικόναν. Συνεπώς η στιγμή της παραδοχής της άγνοιας καταυγάζει γνώσεως.

Συμπέρασμα 5

Η καθ ημάς αλήθεια είναι η κατά Λόγον προσέγγιση του πραγματικού ως μια εικονική ανταπόκριση στο πραγματικό. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος προσέγγισης του πραγματικού. Οι «αλήθειες» που παράγονται πέραν του Λόγου αποτελούν υποκειμενικές ψευδοκοσμικές παραστάσεις που στις πλείστες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται για να εξουσιάζουν κάποιοι την κοινωνία μέσα από την εξουσία που ασκούν στην συνείδηση. Οι θρησκευτικές παραστάσεις ανήκουν σε αυτό το είδος των ψευδόκοσμων, των κίβδηλων χρημάτων.

Θα μπορούσα να δεχθώ μια θρησκεία που προσεγγίζει το πραγματικό δια του Λόγου και αποτελεί προέκταση της ελλόγου κοσμοθεάσεως. Αυτές είναι οι θρησκείες που έχουν ως θεμέλιο τους την Φύση, οι φυσικές θρησκείες που και αυτές δεν απαλλάσσονται υποκειμενικών ή ποιητικών αυθαιρεσιών. Όμως οι φυσικές θρησκείες που βαδίζουν πάνω στην ανταπόκριση της φύσης του ανθρώπου εντός της ευρύτερης φύσης εισάγουν τον άνθρωπο στο πραγματικό, μέσω της αισθητικής εμβίωσης του και ανοίγουν το δρόμο στη φιλοσοφία και στην ελευθερία της σκέψης.

Συμπέρασμα 6

περί της αξίας των αισθήσεων: Για την περιορισμένη δυνατότητα γνώσης δεν ευθύνονται οι αισθήσεις αλλά αυτό τούτο το νοείν. Οι αισθήσεις μας πληροφορούν περί της εμφάνειας του αχανούς κόσμου στον οποίο ευρίσκεται η ανθρώπινη ύπαρξη και μας προτρέπουν να εμβαθύνουμε δια της σκέψης και της ενόρασης σε αυτόν τον κόσμο, πέραν της περιορισμένης εμφάνειας.Οπότε το μήνυμα των αισθήσεων δεν είναι απατηλό αλλά καθοδηγητικό. Οι αισθήσεις επίσης μας συνδέουν με την εμπειρία και εμβίωση της ομορφιάς και της αρμονίας. Οι αισθήσεις πραγματώνουν το πλησίασμα της αγάπης και του έρωτος.

Με λίγα λόγια, ο κόσμος των αισθήσεων είναι ο οικείος και λατρευτός τόπος της ανθρώπινης ύπαρξης που τον ζηλεύουν ακόμα και οι θεοί και ερωτικώς ποθούν την ενσάρκωση και ενανθρώπιση τους.

Συμπέρασμα 7

Οι σκέψεις εγγράφονται στο μερίδιο της ψυχής και ταξιδεύουν στον ουρανό. Ακόμα και αν δεν καταγραφούν στο γραπτό λόγο ακόμα και αν δεν ειπωθούν προς τους ανθρώπους έχουν ήδη γνωστοποιηθεί μέσα στην αιώνια συνείδηση των ουρανών.

Συμπέρασμα 8

Η ψυχή αντλεί ενέργεια κατευθείαν από την πηγή της, από την άπειρη ενέργεια των θεών και από την γενεσιουργό νόηση.

Συμπέρασμα 9

Μην ζεις για τον άλλο κόσμο αλλά παροντοποίησε τον άλλο κόσμο σε αυτή τη ζωή. Γίνε η συνείδηση της ολότητας και υψώσου πέρα από κάθε επιθυμία σαν μια ψυχή που έφθασε στην ολοκλήρωση της και το τέλος της στο παρόν κοσμικό γένος με το οποίο συνεδέθη.

Συμπέρασμα 10

Ο ανθρώπινος νους μόνον μερική εποπτεία ή θέαση δύναται να έχει επί του πραγματικού. Ωστόσο γνωρίζει πως ο γενεσιουργός νούς έχει άμεση εποπτεία και γνώση και συμμετοχή στο σύνολο του γίγνεσθαι.

Εκτός της περιορισμένης εποπτείας και α-λήθειας δηλαδή υπέρβασης της λήθης, η ανθρώπινη συνείδηση απορροφάται από την μέριμνα του καθημερινού βίου από τις ορμές και τις ηδονές και τις θλίψεις και καταβυθίζεται στη λήθη περιορίζοντας στο ελάχιστο την νοητική ορατότητα της. Διότι για να κρατείται η νόηση στο ύψος της θέασης απαιτείται μεγάλος αγώνας και ενέργεια ψυχική.

Στη καθημερινή μας κατάσταση έχουμε ελάχιστη νοητική όραση που μας κάνει να βαδίζουμε μέσα στα σκότη και τα πάθη.

Δια τούτο ο άνθρωπος έχει ανάγκη να θυμάται το θείον και να έχει γύρω του σημάδια που να στρέφουν τη ψυχή προς την υψίστη δυνατή θέαση. Να έχει ναούς και αγάλματα και όλων των τεχνών τα δημιουργήματα και ενθυμήματα που να τον παροτρύνουν και να τον ανυψώνουν πάνω από την φυλακή της λήθης και του αυτοπεριορισμού. Μόνο μέσα στην αλήθεια ο άνθρωπος μετέχει του υψηλού και ακατάβλητου φρονήματος των θεών εκ των οποίων έλκει απεριόριστη ενέργεια και σθένος.

Ο σοφός άνθρωπος γνωρίζει τα όρια της νόησης του μπροστά στο ασύγκριτο μεγαλείο των θεών και ούτε ταπεινώνεται ούτε υπερυψώνεται αλλά ίσταται με αυτογνωσία στο βάθρο της μετριοφροσύνης.

Συμπέρασμα 11

Περί της φύσης του νου: Είναι στη φύση του νου να διέπεται από αρχές, δράσης ή βούλησης, σκοπού, γνώσης, ηθικής, εργονομίας, αισθητικής. Τούτες οι αρχές διέπουν και τον γενεσιουργό Νου και την γνωρίζουσα νόηση. Δεν προκύπτουν οι αρχές αυτές από εξωτερικά αίτια αλλά ενυπάρχουν μέσα στο υποστασιακό βάθος του νου. Συνεπώς ο γενεσιουργός νους αναπτύσσει τις πρωτογενείς οντολογικές ροπές μέσα από τις αρχές που διέπουν τη φύση του κατά φυσική αναγκαιότητα που ταυτίζεται με την πραγμάτωση της πρωταρχικής ελευθερίας ως βούλησης της δημιουργίας του σκοπού και της αρμονίας.

Εκ των ενδογενών αρχών του νου αναφύονται οι πρωτογενείς οντότητες από αιθερική ύλη και έμψυχη ενέργεια που με την δράση τους συνεπικουρούν την δημιουργία μέσα στους κύκλους της γένεσης και της άρσης των κοσμικών γενών. Εκ της ροπής των πρωτογενών οντοτήτων γεννώνται όντα με έμψυχη ενέργεια μέσα στα κοσμικά γένη στα οποία συγκαταλεγόμαστε και εμείς οι άνθρωποι.

Άπαντα τα όντα με έμψυχη ενέργεια και τα αθάνατα και τα θνητά, μετέχουν της γενεσιουργού νοήσεως και λαμβάνουν την δυνατότητα του ειδέναι και αναπτύσσουν ήθος και αρετή.

Η ψυχή είναι ενέργεια αιθερικής σύνθεσης που προσδέχεται τις ροπές της κοσμικής νόησης.

Συμπέρασμα 12

Ο κόσμος ως αιώνιο γίγνεσθαι που παράγει το καινούριο μέσα από την σχέση της τυχαιότητας και του σκοπού υπαγορεύει στη συνείδηση την αιώνια επαγρύπνηση, την ανοικτοσύνη και ανανέωση. Κάθε κλείσιμο του συστήματος που οδηγεί σε σταθερές και αναλλοίωτες εικόνες καταβυθίζουν την συνείδηση στο ψέμα.

Στην ανθρώπινη κατάσταση, και στο μέτρο της ανθρώπινης παρέμβασης στα πράγματα στο πεδίο της δράσης, η ροϊκότητα των πραγμάτων δεν επιτρέπει σταματήματα και παγιωμένες εικονικότητες. Για την παρακολούθηση του πραγματικού στο πεδίο της ανθρώπινης δράσης απαιτείται αδιάκοπη επαγρύπνηση της συνείδησης και έλεγχος των συνεχώς ανανεωνόμενων παροντικών δεδομένων. Απαιτείται επίσης να λαμβάνεται υπόψιν η κατάσταση του υποκειμένου δράσεως είτε αυτό το υποκείμενο είναι άτομο είτε ομάδα είτε έθνος ή κράτος. Η ενέργεια ή ενεργειακή κατάσταση κάθε υποκειμένου δεν είναι πάντα η ίδια αλλά υπόκειται σε αλλαγές και αυξομειώσεις που είτε προέρχονται εκ των έσω είτε από εξωτερικά αίτια.

Από το συμπέρασμα αυτό μπορούμε να επεξεργαστούμε μια στρατηγική του νοητικού βάθους υπολογίζοντες με φιλοσοφική μελέτη τον νοητικό τρόπο κάθε ατόμου ή ομάδος ή έθνους ή οποιουδήποτε υποκειμένου.

Διότι η πραγματική δύναμη που προσδιορίζει το ιστορικό γίγνεσθαι είναι ο τρόπος του νοείν και λέγειν δηλαδή ο τρόπος επικοινωνίας. Ένα ισχυρό πνεύμα είναι βέβαιο ότι θα βρει την απαιτούμενη ύλη για να πραγματώσει τους σκοπούς του.

Συμπέρασμα 13

Για την γλώσσα και την τέχνη.

Η γλώσσα μεταφέρει ιδέες, παραστάσεις, σχήματα του νου κατά προσέγγιση. Για αυτό μας χρειάζεται και η τέχνη για να μεταδώσουμε τα εννοήματα και θεάματα του νου και τις εμπειρίες της ψυχής. Η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, ο χορός και το αποκορύφωμα αυτών που είναι το θεατρικό δράμα ολοκληρώνουν το όραμα της συνείδησης και το αισθητικοποιούν καθιστώντας τους ανθρώπους του μόχθου κοινωνούς της εργασίας των φιλοσόφων.

Για την μετάδοση στη κοινωνία των θεαμάτων και νοημάτων της φιλοσοφίας, κοντινότερος στο φιλόσοφο εργάτης του πνεύματος είναι ο καλλιτέχνης.

Συμπέρασμα 14

Στο τέλος αν είναι όλα μια πλάνη μένει η κοσμολογία ως ποίηση της ελευθερίας, ως ο μέγας διάκοσμος της βούλησης του ειδέναι με την λατρευτική εμβίωση της Φύσης να υψώνεται πάνω από κάθε καταναγκασμό, από κάθε εξουσιαστική παράσταση.

Συμπέρασμα 15

Ανεξάρτητα από την θέληση του φιλοσόφου η ίδια η σκέψη του παράγει ανεξέλεκτα αποτελέσματα και επιδράσεις. Το μέγιστο όλων είναι η παραγωγή του ιστορικού πνευματικού υποκειμένου.

Συμπέρασμα 16

Ο φιλοσοφικός λόγος είναι η ανώτερη μορφή δράσης. Διότι θεμελιώνει κάθε άλλη δράση και της δίνει νόημα, σκοπό, αυτεπίγνωση και πνευματικό βάθος.

Όμως ο φιλοσοφικός λόγος δεν φτάνει αμέσως στο λαό. Πρώτα επικάθεται στις απόκρημνες βουνοκορφές όπως το παγωμένο χιόνι και με την έλευση του καιρού λιώνει και γεμίζει τα ρυάκια, τα επίγεια και υπόγεια ποτάμια που φτάνουν μέχρι τους κάμπους για να αντληθούν από τους καλλιεργητές και να καρπίσουν τον λόγο της ελευθερίας.

Τούτο το γνωρίζει ο φιλόσοφος για αυτό ζει απομακρυσμένος από τις μάζες και φυλάγεται από την τρομερή εξουσία του ψεύδους. Μέχρι να έρθει ο καιρός που συνήθως είναι πολύ πιο ύστερα από το θάνατο του.

Γνωρίζει επίσης ο φιλόσοφος πως αν ασχοληθεί ακόμα και με ζητήματα που μπορούν να καταλάβουν οι αφιλοσόφητοι, ενδέχεται να συναντήσει την αποκήρυξη και την χλεύη κυρίως από αυτούς που κατατυραννούν την κοινωνία. Διότι ακόμα και στα πιο κοινά ζητήματα ο φιλόσοφος αναπτύσσει λόγον άλλου αξιακού υποβάθρου από εκείνου που διέπει τους πολλούς.

Ο φιλόσοφος επίσης δεν ανακοινώνει ποτέ προς τους πολλούς τα βαθύτερα μυστικά του ειδέναι και της θεάσεως του όντος, παρά μόνο σε πολύ λίγους μυημένους και ικανούς να κρατήσουν τα μυστικά και να αντέξουν τους κραδασμούς της αλήθειας.

Συμπέρασμα 17

Μεταβαίνουμε σε μιαν άλλη αντίληψη του ωραίου, ‘όπου αισθητοποιείται η τάξη του σκοπού με την έλλογη τάξη της τυχαιότητος. Ο αισθητός κόσμος με τους ήχους, τα σχήματα και τα χρώματα του, με τις ανατολές και δύσεις του ‘ήλιου, με τις σκοτόεσσες νύκτες και τους έναστρους ουρανούς του είναι ο οίκος του ωραίου που εφέλκει από τα βάθη της ψυχής τον ιερό ενθουσιασμό ή την ποιητική συγκίνηση.

Σε αυτό τον κόσμο του ωραίου, υπέρτατος βασιλεύς και καθοδηγητής της ψυχής είναι ο Ήλιος με το γενεσιουργό φως του.

Συμπέρασμα 18

Ο νους δεν είναι μια οντότητα ξεχωριστή από την ουσία αλλά συμπεριφορά της ουσίας. Ομοίως και ο Λόγος δεν είναι οντότητα αλλά τρόπος ύπαρξης της ουσίας και των κοσμικών γενών που απορρέουν από αυτή.

Εκ του Λόγου απορρέει η τυχαιότητα και εκ του νου ο σκοπός και η εργονομική δράση εκ της οποίας δράσης τίθενται οι πρωταρχικές οντότητες που εκφράζουν τις ροπές του νου και είναι οι θεοί.

Τους ονομάζουμε θεούς διότι έχουν δυνατότητα θέασης και γενεσιουργού δράσης δια της σκέψης.

Οι θεοί δεν βρίσκονται σε ακινησία και μακαριότητα αλλά σε συνεχή δράση και έγνοια διότι επιτηρούν το έργο της μορφής μέσα στα κοσμικά γένη, έργο που αναιρείται και αποδομείται από την ίδια την τυχαιογενετική κίνηση της ύλης που πορεύεται κατά διαφοροποιητικό Λόγο.

Συμπέρασμα 19

Ποιο είναι το όφελος από την φιλοσοφική γνώση ; Αυτό το ερώτημα τίθεται από την απέναντι όχθη της αντιφιλοσοφίας που λέει γιατί να μπω στην περιπέτεια της φιλοσοφικής αναζήτησης και να μην δεχθώ τις ισχύουσες αλήθειες και να προσαρμόσω την ζωή μου σε αυτές; Αυτό το ερώτημα επειδή υποδηλώνει μια στάση ζωής κατά της φιλοσοφίας οφείλουμε να το απαντήσουμε.

Πρώτα από όλα η φιλοσοφική αναζήτηση δεν αποτελεί επιλογή διασκέδασης. Αλλά επιλογή αγώνος μέσα στη σχέση της ατομικής ή συλλογικής βούλησης με την επικρατούσα κατάσταση της ισχύος στην κοινωνία, μια ισχύς που εδράζεται σε «αλήθειες» και επιβάλλεται ως τέτοια.

Συνεπώς η φιλοσοφική βούληση είναι εκδήλωση της βούλησης της δυνάμεως και της επιβίωσης.

Τούτη η βούληση εισάγει την δράση της ψυχής μέσα στη ζωή και το σκεπτόμενο υποκείμενο μέσα στη κοινωνία και την ιστορία. Γεγονός που διαμορφώνει την συνείδηση μας περί του όντος και του δέοντος που διαμορφώνει την πολιτεία και ορίζει τις δέουσες σχέσεις ισχύος στο κοινωνικό είναι.

Συνεπώς η φιλοσοφική αναζήτηση είναι από την φύση της πράξη αντιεξουσιαστική και αναθεωρητική της κοινωνικής ισχύος, είναι με ένα λόγο πράξη θεμελίωσης της ελευθερίας και του δικαίου που εισάγει την αρχή του προσώπου ή δρώντος υποκειμένου πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η πολιτεία και ο κόσμος.

Η φιλοσοφική αναζήτηση ανοίγει το δρόμο προς το πραγματικό και το ζην σύμφωνα με αυτό και εντός αυτού και έτσι απελευθερώνει από το θεσμισμένο ψέμα και την συνάδουσα με αυτό δουλεία.

Η φιλοσοφική αναζήτηση εισάγει τον ελεύθερο άνθρωπο – πολίτη ενώ η απαξίωση της αποτελεί συναίνεση στη στασιμότητα και στη δουλεία.

Με την φιλοσοφική αναζήτηση ο άνθρωπος εισέρχεται στο δρόμο της πνευματικής εξέλιξης και της ιστορικής προόδου ενώ με την άρνηση της ολισθαίνει κατ’ ανάγκη μέσα από την δουλεία στην αρνητική εξέλιξη, στην διάβρωση της ανθρώπινης φύσης, στη βαρβαρότητα και την αποκτήνωση.

Συμπέρασμα 20

Λόγος περί της ηλιακής νόησης Επειδή το σώμα και οι μυστικοί κώδικες του που ενυπάρχουν στο αίμα προέρχεται εξ απορροής ταχυτήτων σημαίνει πως έχει άμεση σχέση με το φως ως οριακή συνισταμένη ταχύτητα του κοσμικού γένους Το αίμα είναι τροπή του φωτός που εντός του δρα η νόηση, ως σκοπός και σχεδιασμός. Συνεπώς ο ήλιος δεν είναι μια πυρακτωμένη λίθος αλλά μια γενεσιουργός νόηση στο βαρυτικό πεδίο, νόηση που παράγεται ως συμπεριφορά των σχέσεων των ταχυτήτων του. Εκ του ηλιακού φωτός και της ηλιακής νόησης διαμορφώνεται και ελέγχεται το συνολικό πεδίο της έμβιας ζωής.

Συνάγεται επίσης πως η δράση των ενσύμπαντων θεών διέρχεται μέσα από το φως.

Ο ήλιος είναι η πύλη της θείας βούλησης.

Συμπέρασμα 21

Η παρουσία του γενεσιουργού νου και των πρωτογενών οντοτήτων συνιστά αδιάκοπο αγώνα τάξης και αρμονίας, αδιάκοπη πάλη και συνεργασία συνάμα ανάμεσα στο άσκοπο και στο σκοπό, δηλαδή ανάμεσα στην άσκοπη ανάπτυξη της ουσίας – ύλης και στην σκοπούσα ενέργεια των πρωταρχικών οντοτήτων και της γενεσιουργού νοήσεως ως συμπεριφοράς της ύλης – ουσίας. Οπότε τίποτα το κακόν δεν νοείται ανάμεσα στις δύο αυτές ροπές του γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό αλλά ανάμεσα στη ορισμένη από τον νουν αρμονία και στην αποδόμηση ή εκφυγή από αυτή που πλάθει τις δικές της αρμονίες. Δεν ενοχοποιείται ουδεμία ροπή της ύλης. Συνεπώς η ζωή στο βάθος και την ουσία της στερείται ηθικής ενέργειας και ηθικής τάξης. Η αρμονίες που δημιουργούνται είναι πέραν πάσης ηθικής κρίσης. Έτσι στη νεολογική κοσμολογία η ηθική νοείται ως παραγωγή αρμονίας μέσα στη σχέση των όντων με την καθολική φύση. Συνεπώς η ηθική βούληση είναι αλληλένδετη με την ουσία της ψυχής που εκδηλώνεται ως βούληση αρμονίας αλλά και ως αποδόμηση υπαρχουσών αρμονιών. Διότι μέσα στο αιώνιο γίγνεσθαι δεν μπορεί να τεθεί ο ορισμός της αρμονίας ως σταθεράς και αναλλοίωτης κατάστασης ή σχέσης.

Συμπέρασμα 22

Περί της ποιητικής ισοτιμίας ανθρώπου και θεού Μέσα στον συνδυασμό του σκοπού της νοητικής ενέργειας και της κατά Λόγον διαφοροποιούμενης άσκοπης έκπτυξης της ουσίας – ύλης παράγεται η συνεχής ανανέωση του γίγνεσθαι, παράγεται το νέον, το καινούριο, όχι ως γένεση εκ του μηδενός όπως διατυπώνουν οι επιφατικοί αλλά ως απορροή από την δυνατότητα των άπειρων συνδυασμών τόσο στο πεδίο της εν γίγνεσθαι ύλης όσο και στο πεδίο της σκέψης και φαντασίας.

Το γίγνεσθαι δεν μπαίνει σε κανένα καλούπι, δεν υποκύπτει σε κανένα σκοπό. Επιδέχεται σκοπών και ροπών, όμως την ίδια στιγμή αποδομεί κάθε σκοπούσα ενέργεια και διαφοροποιεί τα αποτελέσματα της κατά απρόβλεπτη τάξη.

Συνεπώς οι οντότητες που ονομάζουμε θεούς αποτελούν διαφοροποιούμενα στοιχεία του κόσμου και σε καμία περίπτωση δεν είναι αφέντες του και κύριοι του.

Εξ αυτού συνάγεται πως και ο άνθρωπος ως μέτοχος του γνωρίζοντος και περιορισμένου γενεσιουργού νού είναι συνεργάτης στη δημιουργία και έχει την δυνατότητα από την ίδια την ελευθερία του και την ουσία της νόησης του να ακολουθήσει δική του δημιουργική πορεία και να αναδείξει το καινούριο το οποίο υπερβαίνει την βούληση των θεών. Ο άνθρωπος δημιουργός είναι ποιοτικώς ισότιμος με τους θεούς. Ως εκ τούτου δεν επιβάλλεται σε αυτόν κάποια σχέση υποτακτική ενώπιον των θεών αλλά σχέση ομολογίας και εξόχου φιλίας με αυτούς. Δια τούτο η καλύτερη και ανώτερη προσφώνηση των θεών είναι το: φίλτατοι αιθέριοι και ενσύμπαντοι θεοί.

Συμπέρασμα 23

Ο Νέος Λόγος – τρόπος εκμαιεύεται ή εξάγεται από το γίγνεσθαι ή από το αισθητό περιέχον της πολλαπλότητος που εμπίπτει πρωταρχικά στη συνείδηση. Κατανοείται έτσι και εισάγεται στη συνείδηση ως τρόπος του είναι και τρόπος του νοείν που συμπληρώνει την επιφατική λογική καταργώντας κάποιες από τις αρχές και μεθόδους της. Ο νέος Λόγος καθίσταται το εργαλείο διάνοιξης και κατανόησης του κόσμου. Χωρίς την έλλογη νόηση ο κόσμος μας είναι ένα συνονθύλευμα φαντασιακών εικόνων, ένας υποκειμενικός ψευδόκοσμος που δεν επιτρέπει την πραγμάτωση της υποστασιακής ελευθερίας που εκδηλώνεται πρωταρχικά ως βούληση του ειδέναι και της κοινωνικής ελευθερίας. Οι φαντασιακοί ψευδόκοσμοι που πέρασαν από την παιδική φάση της ανθρωπότητος στις θρησκευτικές αφηγήσεις και μονολόγους που επεβλήθησαν ως δόγματα εξουσίας στις κοινωνίες, συγκρούονται αναπόφευκτα με την έλλογη διάνοιξη του κόσμου με τον έλλογο διάκοσμο της ελευθερίας.

Συμπέρασμα 24

περί ενόρασης και συνδυαστικής σκέψης: Ο νέος Λόγος οδηγεί στην ενόραση ή άμεση θέαση του όντος. Η συνδυαστική σκέψη οδηγεί στην παραγωγή οντολογικών φαινομένων και υποβοηθά την ενόραση αλλά ανοίγει επίσης το δρόμο στη δημιουργία και την επιστήμη.

Η συνδυαστική σκέψη στη γενεσιουργό νόηση εκδηλώνει το καινούριο και απρόβλεπτο και αποτελεί δημιουργική ανανέωση της ίδιας της γενεσιουργού νοήσεως.

Συμπέρασμα 25

Επαναφέρουμε την αρχή της κοσμοθέασης μέσα από το υποκείμενο. Τούτο σημαίνει πως καμιά αλήθεια δεν νοείται ως τέτοια εάν δεν εγκριθεί από το σκεπτόμενο υποκείμενο το οποίο αρχίζει την πορεία της γνώσης με αφετηρία την αίσθηση και την έρευνα περί του τρόπου εκ της οποίας έρευνας αναδύεται αλληλένδετα η θέαση του Είναι. Η θέση αυτή κάνει όλα τα ιερατεία να χάνουν το νόημα της ύπαρξης τους ή μάλλον να αποκαλύπτουν την ολέθρια εξουσιαστική τους φύση.

Η σκέψη είναι ο τόπος και η αρχή της ριζικής επαναστατικής αναθέσμισης της κοινωνίας. Απορρέει από αυτή τη διαπίστωση πως η φιλοσοφία είναι η θεμελίωση της επαναστατικής πράξης και ο σκοπός αυτής δεν περιορίζεται στις επιδιώξεις του υποκειμένου αλλά στην ανασυγκρότηση του κόσμου ως διακόσμου και ως πολιτειακού μορφώματος.

Το Είναι είναι ο διάκοσμος του τρόπου του νοείν. Έξω από το νοείν ούτε νοείται κάτι ούτε υπάρχει, ούτε ενδιαφέρει την ανθρώπινη ύπαρξη.

Με λίγα λόγια όλα όσα περιέχει ο διάκοσμος μπορεί να είναι ένα όνειρο, μια πλάνη, ένα ποίημα, όμως αυτός ο διάκοσμος είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας της συνείδησης για την οποία αξίζει να ζεις και να πεθαίνεις για την υπεράσπιση της.

Συμπέρασμα 26

Εάν ίσχυε η τυπική ή διαλεκτική λογική της ευθύγραμμης κίνησης αιτίου αιτιατού η πολλαπλότητα δεν θα μπορούσε να παραχθεί και να δομηθεί ως ενιαία οντότητα. Αλλά θα ομοίαζε με παρεύρεση ροπών αυτοτελών που ανάγεται η γένεση τους σε κάποιο κόσμο ιδεών ή στην τύχη των συνθέσεων των απειροελάχιστων σωματείων της ύλης όπως διατυπώθηκαν από τους μεγάλους υλιστές Λεύκιππο και Δημόκριτο. Η αντιμαχία ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό έγκειται στην περιορισμένη αντιληπτικότητα της επιφατικής λογικής, τυπικής και διαλεκτικής. Με τον Νέο Λόγο η αντιμαχία αυτή υπερβαίνεται μέσα στην ενότητα της πρωταρχικής ύλης και του Νου ως εγγενούς συμπεριφοράς της ύλης – ουσίας.

Η πολλαπλότητα είναι το αποκύημα των απείρων αιτιών που συνδρούν πάνω στο καθέκαστον.

Η Νεολογική κοσμολογία είναι η υπέρβαση της αντίθεσης μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού.

Συμπέρασμα 27

Ο άνθρωπος δεν γίνεται θεός. Όμως μέσα από την πνευματική του ανύψωση πασχίζει να ελευθερωθεί και να επιστρέψει στη πρωταρχική πηγή της η θεϊκή ουσία που εν-υλώθηκε ως βούληση της μορφής και εργονομική δράση μέσα στο οικείο κοσμικό γένος. Μέσα από την απελευθέρωση της θεϊκής ενέργειας διασώζεται η ψυχή που μετεξελίχθηκε σε πύλη διέλευσης της πρωταρχικής ουσίας και επιστροφής σε αυτήν.

Συμπέρασμα 28

Λόγος περί μεθόδου.

Περί του συνθετικού συλλογισμού. Εκ των συμπερασμάτων ή διαπιστώσεων μπορούμε να παραγάγουμε νέες σκέψεις και νέα συμπεράσματα δια της μεθόδου του συνδυασμού με την συνδρομή της αναγωγικής μεθόδου.

Έτσι οι δύο μέθοδοι σκέψης, η αναγωγική και η συνδυαστική – συνθετική ενισχύουν την κατά Λόγον θέαση. Ας σημειωθεί επίσης ότι δεν σκεφτόμαστε με λέξεις αλλά με υπεργεωμετρικά ακανόνιστα σχήματα και γραμμές όπου παράγονται τα νοήματα. Στη συνέχεια αυτά τα νοήματα επενδύονται με λέξεις. Η νόηση κινείται πέρα από τα δεσμά της γλώσσας που δεν είναι ικανή να εκφράσει πλήρως τα νοούμενα ή νοητικώς ορώμενα σε όλη τους την έκταση και ταχύτητα. Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως η τέχνη μπορεί να συμπληρώσει τις ελλείψεις της γλώσσας όχι για να ειδωθούν τα πράγματα αλλά για να ειπωθούν.

Η υπεργεωμετρική νοητική όραση προκύπτει από την δράση του Λόγου και των συνοδευτικών μεθόδων ως παραγόμενο της ταχύτητας του νου που αποκτάται από τον Λόγο. Όπου ο νέος Λόγος – Τρόπος υπερβαίνει τη γλώσσα.

Συμπέρασμα 29

Περί των κατηγοριών της επίφασης: Στη κατάσταση της επίφασης δηλαδή της πρώτης εμφάνειας της πολλαπλότητος στο νοητό η σκέψη αναγνωρίζει τα όντα μέσα από την διάκριση που προσδιορίζεται από τις κατηγορίες.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναφύονται οι κατηγορίες είναι ο χώρος και ο χρόνος. Η σκέψη με τις κατηγορίες προσδιορίζει το Α δηλαδή την επιφατική ταυτότητα εκάστου όντος που κατ’ αφαίρεση όρισε, ως συμβάν στο χώρο και το χρόνο.

Όμως με τις κατηγορίες δεν προχωρά η σκέψη στην ουσία των όντων που είναι η εσωτερική δομική κίνηση και η σχέση του Α με παν μη Α.

Η κατηγοριοποιούσα σκέψη ως επιφατική λογική εκλαμβάνει τον χώρο και το χρόνο στην επιφατική τους κατάσταση ως μεγέθη αντικειμενικά και ανεξάρτητα από την δομική κίνηση των όντων που καθιστούν αυτά τα μεγέθη μεταβαλλόμενα.

Η επιφατική λογική οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα και συσκοτίζει την νοητική ενόραση των όντων διότι εδράζεται σε μια περιορισμένη αντίληψη της ταυτότητας. Η επιφατική λογική προσδίδει στοιχεία ταυτότητας εκ των κατηγοριών χωρίς να εξετάζει το πλαίσιο και την βαθύτερη οντολογική σχέση των όντων.

Συμπέρασμα 30

Περί της εννοιακής πραγματικότητας: Κατ’ αρχή δείξαμε ότι η γνωρίζουσα νόηση μας δεν ταυτίζεται με το όν αλλά δυνατόν να ανταποκρίνεται σε αυτό. Η σχέση της γνωρίζουσας νόησης με το πραγματικό καθαυτό είναι σχέση ανταπόκρισης. Η έννοια είναι είδωλο του πραγματικού. Στη γνωρίζουσα νόηση ανυψώνεται η ειδωλοποιός παράσταση του όντος που συμβαίνει κάποτε να είναι μια παράσταση πλάνης και παραμόρφωσης των πραγμάτων. Από αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος δεν δύναται να εξέλθει. Ως εκ τούτου η αντίληψη που έχει για τον κόσμο είναι ειδωλοποιός και εικονική και έτσι ο κόσμος για τον άνθρωπο θα είναι πάντοτε ένας διάκοσμος του υποκειμένου εκ του οποίου παρακινείται η βούληση του και προσδιορίζεται η δράση του.

Η ταύτιση νοείν και είναι συμβαίνει μόνο στην γενεσιουργό νόηση και στους θεούς. Εμείς οι άνθρωποι εικόνα ζοφερή έχουμε για τον κόσμο.

Μόνο μετά τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα είναι δυνατόν η ψυχή να οδέυσει προς τον κόσμο του νοείν τε και είναι δηλαδή της ταύτισης του νοείν και του είναι.

Συμπέρασμα 31

Η τυπική λογική πλάθει ένα ψεύτικο κόσμο μέσα στη στασιμότητα των εννοιών που δεν ανταποκρίνονται στο έλλογο γίγνεσθαι. Ομοίως και η λεγόμενη διαλεκτική λογική αποτελεί μια υποκειμενική επινόηση που δεν έχει σχέση με το πραγματικό.

Το νοητό προσεγγίζει στο πραγματικό με τον Νέο Λόγο μεταφέροντας στο νοητό μια καθαρότερη εικόνα, ένα ευκρινέστερο είδωλο του κόσμου.

Ο κόσμος της ανθρώπινης νόησης παραμένει ένας κόσμος ειδώλων, ένας θολός αντικατοπτρισμός της πραγματικότητας που μένει εσαεί κεκρυμμένη.

Η πρόσβαση σε ένα κόσμο ιδεών που αποτελούν το όντως όν είναι αδύνατη από την ίδια τη φύση της γνωρίζουσας νόησης.

Η λεγόμενη θέωση του ανθρώπου μέσα από την γνώση είναι μια ψευδαίσθηση.

Ο άνθρωπος δεν δύναται να υπερβεί την ειδωλοποιό νόηση του και είναι καταδικασμένος να αντιλαμβάνεται μόνο τα απεικάσματα των πραγμάτων και να παραπαίει μέσα στη πλάνη και το ψέμα.

Ωστόσο και ο κόσμος της γνωρίζουσας νόησης υπάγεται στην ενδοκοσμική οντογένεση που βοηθά στην επιβίωση του ανθρώπου και στην άσκηση και εξέλιξη της ψυχής.

Μόνο η ενόραση και θέαση που αποτελεί το κορύφωμα της έλλογης σκέψης προσεγγίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την πραγματικότητα και ανοίγει το δρόμο στην υπέρτατη επιθυμία του περάσματος της ψυχής από την γνωρίζουσα νόηση στη συμμετοχή στην γενεσιουργό όπου θα έχει άμεση γνώση των όντων στην βαθύτερη σύσταση και δράση τους σύμφωνα με τα μέτρα των δημιουργών της.

Γνώθι σαυτόν σημαίνει να γνωρίσουμε τα όρια των δυνατοτήτων της βούλησης του ειδέναι και να ανοίξουμε τις πύλες της υψίστης επιθυμίας.

Η ψυχή μέσα στο κόσμο της γνωρίζουσας νόησης μοιάζει σαν να βρίσκεται σε φυλακή.

Η τελειότερη πραγματικότητα δημιουργημένη από τον άνθρωπο είναι ο κόσμος της τέχνης. Μόνο μέσα στο έργο τέχνης το νοητικό συνενώνεται με το αισθητό για να παράξει την αισθητική συγκίνηση που αποτελεί την ουσία της θεϊκής ψυχής και το ύπατο αίτιο της δημιουργίας.

Συνεπώς ο άνθρωπος μετέχει της θείας ουσίας δια της συγκίνησης και του ενθουσιασμού που προέρχεται από την δημιουργική δράση Υπέρτατη εξέλιξη της ψυχής είναι να φθάσει σε ένα επίπεδο πληρέστερης προσέγγισης στη νόηση του όντος και να πλησιάσει την θεϊκή συνείδηση και δράση όπου η σκέψη αποτελεί μέρος του γίγνεσθαι και τρόπο μορφοποίησης της ύλης που πορεύεται σε κατώτερες ταχύτητες.

Όμως η υπέρτατη σοφία υπερβαίνει και αυτήν την επιθυμία διότι είναι δυνατό να ελκύσει στοιχεία υπεροψίας που συνιστά την υπάτη ανηθικότητα. Ο σοφός επιθυμεί την διάλυση της ατομικότητας και την επιστροφή της ψυχής στην ψυχή του κόσμου στο πεδίο της ιερής Εστίας όπου εδρεύει η απόφαση των θεών περί του πεπρωμένου της και της εξελικτικής της πορείας.

Συμπέρασμα 32

Περί του νοήματος της γνώσης: Το γνωστικό πεδίο του ανθρώπου είναι ένα καθρέφτισμα των όντων και του ασύλληπτου πεδίου της αέναης ροής και διαφοροποίησης. Όμως μέσα από αυτό το καθρέφτισμα συλλαμβάνει το νόημα της δικής του ύπαρξης και το βαθύτερο νόημα της δημιουργίας που είναι το ζην στο παρόν διανοιγόμενο σε παρουσία μέσα από την βούληση του ειδέναι και τη χαρά και την γαλήνη της δημιουργίας και της δράσης που υπερβαίνει όλα τα βάσανα και τις πίκρες που του τυχαίνουν στην ατομικότητα του.

Μέσα στη παροντικότητα ο άνθρωπος διανοίγεται πρωταρχικά στο κόσμο της ηδονής των αισθήσεων και του αγώνα για την επιβίωση για να περάσει στον ανώτερο κόσμο της τέχνης και της ηθικής δράσης που τελειούται στην πολιτική, νοουμένης ως δράσης που διαμορφώνει την πολιτεία ως τόπο των αξιών και ως μείζον ιστορικό υποκείμενο που περιέχει τις ατομικές υπάρξεις και τις συνενώνει μέσα στο βιωμένο νόημα του αγώνα και της ελευθερίας.

Συμπέρασμα 33

Αν λάβουμε υπόψιν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη ως Α δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς παν μη Α δηλαδή χωρίς το περιέχον αυτής και την αλληλο-διαφοροποιούμενη σχέση τους, συνάγεται ότι το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης δέον να αναζητηθεί στην συνύπαρξη και στην σχέση με το όλον.

Για την φιλοσοφούσα συνείδηση και τον φιλόσοφο ο σκοπός και το νόημα της ύπαρξης είναι η επέκταση του αγώνος που διεξάγει προς ανασυγκρότηση της συνείδησης στο κοινωνικό και συμπαντικό. Το νόημα καθαυτό της φιλοσοφικής ζωής είναι αυτός τούτος ο απελευθερωτικός αγώνας και πρέπει να γνωρίζει ότι το έπαθλο αυτού του αγώνα ενδέχεται να είναι η εξορία και ο κατατρεγμός.

Η φιλοσοφία ως πράξη ανασυγκρότησης της συνείδησης δε περιορίζεται στο υποκείμενο του φιλοσόφου αλλά εκτείνεται στη καθολική συνείδηση της ανθρωπότητος. Η φιλοσοφία είναι πράξη ανθρωπισμού ως δωρεά σε όλη την ανθρωπότητα με σκοπό όχι να εξουσιάσει αυτήν αλλά να την απελευθερώσει από την πλάνη και την τυραννία που ασκούν οι συντηρητές αυτής της πλάνης.

Συμπέρασμα 34

περί της ιστορίας: Κάθε τι φυόμενο εντός της φύσης, φύεται όπως είδαμε,εξ απορροής. Στην προρρέουσα κατάσταση της Φύσης ενυπάρχει η έλλογη πορεία της ύλης που περιέχει την τυχαιότητα και τον σκοπό της γενεσιουργού νοήσεως και των αρχετυπικών ροπών αυτής. Συνεπώς μέσα στο φύεσθαι είναι δεδομένη η απόκλιση μέχρι και η εκτροπή από τους σκοπούς της γενεσιουργού νοήσεως και τούτο ισχύει και για την ανθρώπινη νόηση και για κάθε νόηση που εμπλέκεται στη δημιουργία μέσα στη σχέση της με την ύλη την συνεχώς διαφοροποιούμενη. Τούτο σημαίνει πως η εμμονή στο σκοπό απαιτεί συνεχή επικέντρωση της ενεργείας που με την σειρά της συμβάλλει στην ποιοτική διαφοροποίηση. Η επικέντρωση όμως της ενεργείας δεν δεσμεύει αιωνίως την γενεσιουργό νόηση διότι τούτη η επικέντρωση έχει ως τέλος την περάτωση του αρχετυπικού σκοπού στην οντολογική του δομή. Από εκεί και πέρα τα όντα συνεχίζουν την πορεία τους μέσα στο διαφοροποιούμενο και διαφοροποιούν γίγνεσθαι και εκεί είτε αναβαθμίζονται είτε υποβαθμίζονται εξ ιδίας ενεργείας.

Αφού λοιπόν επιτελεσθεί ο αρχετυπικός σκοπός ιδιαίτερα στα έμψυχα όντα αφήνονται να πραγματώσουν τις δυνατότητες τους και να αναπτύξουν δικές τους συμπεριφορές και δυνατότητες ζωής μέσα σε κατάσταση ελευθερίας. Διότι το ζητούμενο από την γενεσιουργό νόηση είναι να γεννηθεί νέα πρόταση ζωής εκ των κάτω δηλαδή από το ίδιο το δημιούργημα.

Αν το έμψυχο δημιούργημα αναπτύξει δυνατότητες σχέσεις με την γενεσιουργό νόηση τότε προσλαμβάνει νέες δυνάμεις εκ του αιθερικού πεδίου καθώς και εκ του ηλιακού.

Η ολοκλήρωση του αρχετυπικού σκοπού είναι ταυτόχρονα ολοκλήρωση της μέριμνας της γενεσιουργού νοήσεως για το συγκεκριμένο ον. Στη συνέχεια δεν υπάρχει καμία προστασία έξωθεν και καμία παρέμβαση του θείου στα όντα. Η παρέμβαση είναι ενδογενής μέσα στο αρχετυπικό γίγνεσθαι δια της τροπής του φωτός και του ηλιακού νου. Από εκεί και πέρα τα όντα διαμορφώνουν τα ίδια την κατάσταση τους μέσα στο γίγνεσθαι.

Στην περίπτωση του ανθρώπου αυτό το γίγνεσθαι είναι η ιστορία.

Μέσα στην ιστορία δεν υπάρχει παρέμβαση του θείου. Η όποια παρέμβαση έχει συντελεσθεί στην αρχετυπική δομή. Έτσι η ιστορία είναι το πεδίο της σύγκρουσης ή της εναρμόνισης των διαφορετικών αρχετυπικών συνθέσεων που παρήχθησαν από την τυχαιότητα και τον σκοπό. Σε αυτό το πεδίο δράσεως αναδεικνύονται οι φυλές και τα έθνη ως διαφοροποιήσεις των φυλών μέσα από το δημιουργημένο περιβάλλον που είναι ο πολιτισμός και ο τρόπος που αναπτύσσει έκαστο έθνος.

Το συμπέρασμα είναι πως την ιστορία την φτιάχνουν οι άνθρωποι χωρίς καμία θεία παρέμβαση ή ανάμειξη και πως η ιστορία είναι ένα πεδίο σύγκρουσης ή συνύπαρξης των δρώντων υποκειμένων.

Η κατάσταση κάθε ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων ως και η κατάσταση της ανθρωπότητος στο σύνολο της, διαμορφώνεται μέσα από την ίδια μας τη δράση και ως εκ τούτου έχουμε την απόλυτη ευθύνη για αυτή τη δράση. Κανένας θεός δεν μπορεί να διορθώσει την κατάσταση μας με άμεση παρέμβαση στην ιστορία. Η οντογενετική δράση της θείας νόησης σταματά μέχρι την διαμόρφωση της αρχετυπικής μορφής και συνεχίζεται μόνο μέσα από την εσωτερική μέριμνα δια του φωτός και την σχέση της ψυχικής ενέργειας με τα αιθερικά πεδία και την κοσμική ψυχή. Συνεπώς η όποια παρουσία της θείας βούλησης επιτελείται δια της ανθρώπινης πνευματικότητας και δράσης.

Συμπέρασμα 35

Τα συμπεράσματα ως παραγόμενες σκέψεις εξάγονται από τα δεδομένα της εννοιακής πραγματικότητας ενώ η πρώτη φιλοσοφία είναι σκέψη επί των πραγμάτων που αναθεωρεί και εξετάζει από την αρχή τον τρόπο του σκέπτεσθαι χωρίς να εκλαμβάνει την λογική ως τετελεσμένη πραγματικότητα δοσμένης εκ των προτέρων.

Συμπέρασμα 36

Οι θεοί εγκατέλειψαν την Ελλάδα γιατί ο έλληνας πήρε καθοδική ροπή. Οι θεοί θα ξανάρθουν και οι έλληνες που δεν υπέστησαν φυλετική και ψυχική φθορά θα δεχθούν και πάλι την θείαν ενέργεια και θα μεγαλουργήσουν εκ νέου. Η έλευση των θεών είναι αλληλένδετη με την ανοικτοσύνη της ψυχής και της νοητικής συνείδησης προς το Είναι. Οι θεοί δεν έρχονται και δεν φανερώνονται αν ο άνθρωπος δεν καταστεί πύλη ελεύσεως αυτών.

Συμπέρασμα 37

Η ιδέα του θεού ως ιδεαλιστική μεταφυσική πρόταση ή βεβαιότητα που τίθεται εκ των προτέρων, είναι μια πράξη δολοφονίας της φιλοσοφίας και της ίδιας της θεότητας. Ο θεός ή οι θεοί είναι η καταληκτική φανέρωση στο τέρμα της αναζήτησης της ουσίας του κόσμου μέσα από το βάθος της υπόστασης αλλά και το βάθος του κόσμου των φαινομένων. Η φανέρωση του θεού σηματοδοτεί την έναρξη της ζωής εν θεω, της δράσης συν θεώ.

Συμπέρασμα 38

Η φιλοσοφική σκέψη είναι ενέργεια απελευθερωτική και ο φιλοσοφικός λόγος προς την κοινωνία είναι αφεαυτού πράξη επαναστατική.

Σύνοψη περί της εικόνας του κόσμου: Για να γίνει κατανοητή η κατά Λόγον εικόνα του κόσμου πρέπει να ακολουθηθεί η παρακάτω εννοιολογική και σκεπτική ακολουθία: Κίνηση είναι αδιαχώριστη από την ταχύτητα—μία ουσία κοινή—τροπές της ταχύτητας τα όντα της πολλαπλότητας, δομική ταχύτητα, όπου κάθε ον της πολλαπλότητος αποτελεί σύνθεση ταχυτήτων που συνδέεται με το όλον. Αναδεικνύεται έτσι η ολότητα ως ον υπέρτατο εντός της οποίας συμβαίνουν οι μεταβολές κατά Λόγον—το όριο της ταχύτητος συνειδητοποιείται ως προϊόν της έλλογης σχέσης.

Το όριο οριοθετεί την ολότητα όμως δεν μπορεί να τεθεί μια ολότητα σύμφωνα με τον Λόγο αλλά μια ολότητα ή οριοθέτηση της ταχύτητας μπορεί να συμβεί στη σχέση της Α ολότητας με παν μη Α ολότητα. Οπότε προκύπτει εκ του Λόγου η πολλαπλότητα των ολοτήτων που διαφέρουν τόσο σε οριακή ταχύτητα όσο και εσωτερική δομή. Η διαφορά αυτή παράγει μια συγκρουσιακή σχέση ενεργείας. Η δομή κάθε κοσμικού γένους είναι ιδιαίτερη χωροχρονική κατάσταση που μεταβάλλεται μέσα στη σχέση των κοσμικών γενών και οριοθετείται από την ταχύτητα. Η μέγιστη ταχύτητα εκάστου κοσμικού γένους δεν νοείται ως η μέγιστη ταχύτητα απάντων των γενών διότι σε αυτή την περίπτωση θα υπήρχε συμφυρμός και κατάλυση των γενών. Συνεπώς τα κοσμικά γένη οριοθετούνται από μιαν υπέρτατη ταχύτητα που αποτελεί διαφορά μορφής που δεν εμπίπτει στην χωροχρονική τάξη και μορφή και αυτή είναι η άπειρη ταχύτητα. Δηλαδή το όριο των χωροχρονικών κοσμικών γενών είναι η υπέρχωροχρονική ταχύτητα και ενέργεια.

Η άπειρη ταχύτητα δεν κείται εκτός του Λόγου αλλά νοείται δια αυτού. Συνεπώς ο Λόγος κρατεί τόσο στο πεδίο της απειρότητος όσο και στο περατό πεδίο. Εκ του κράτους αυτού προκύπτει κατ’ αναγκαιότητα η διαφοροποίηση της άπειρης ταχύτητας προς τα κοσμικά γένη. Κάθε κοσμικό γένος αποτελεί τροπή της άπειρης ταχύτητας. Η άπειρη ταχύτητα διαπερνά τα πάντα και είναι μέσα στα πάντα χωρίς να διαφθείρει την μορφογενετική σύνθεση τους. Τούτο σημαίνει πως η άπειρη ταχύτητα δεν υπόκειται στους χωροχρονικούς νόμους και τις βαρυτικές μεταβολές και ότι είναι μορφή που διαφέρει από τις μορφές των κοσμικών γενών. Τούτη τη μορφή ονομάζω αιθερική υπερχωροχρονική.

Η άπειρη ταχύτητα ως μετέχουσα στο Λόγο και την αέναη διαφοροποίηση εκτός του ότι μεταπίπτει στις ταχύτητες μορφές των κοσμικών γενών, ενέχει η ίδια συμπεριφορά νου. Είναι αιθερική ενέργεια νοητική. Η νοητική συμπεριφορά νοείται ως άπειρη ανταλλαγή πληροφορίας. Αλλά ως άπειρη ανταλλαγή πληροφορίας και συνεπώς νοητική όραση είναι ταυτόχρονα και παραγωγός κοσμικών γενών άρα νοητική συμμετοχή στο γίγνεσθαι κατά την τάξη των τροπών από την μεγίστη στην ελαχίστη ταχύτητα—και το αντίστροφο. Η άπειρη ταχύτητα και ενέργεια έχει νοητική συμπεριφορά και υπόκειται στο Λόγο που σημαίνει ο Λόγος είναι τρόπος ύπαρξης της ουσίας και ενεργείας η δε γενεσιουργός νόηση είναι συμπεριφορά της ενεργείας και όχι κάτι διαφορετικό από αυτή την ενέργεια.

Η διαφοροποίηση της ταχύτητας έχει όριο μη περατό. Διότι η περατότητα αίρει την αρχή της διαφοροποίησης άρα και της νόησης των πραγμάτων κατά Λόγο. Θεωρούμε με λίγα λόγια ως σταθερά αλήθεια τον Λόγο που διανοίγει την νοητική όραση αντί της συμπερασματικής μεθόδου μέσω συλλογισμών. Η διαφοροποίηση δεν αφορά μόνο τις άπειρες μεταβολές αλλά υψώνεται στη σύλληψη μιας άπειρης ταχύτητας. Τα όντα της πολλαπλότητος ως εγκλωβισμένα σε περατές ταχύτητες αποτελούν κατ’ ανάγκη τροπές της απείρου ταχύτητας συνεπώς προέρχονται από την άπειρη ταχύτητα και κατ’ ανάγκη καταλήγουν σε αυτή. Οπότε προκύπτει μια αιώνια ανακύκληση διαφοροποιούμενη και όχι αΐδια. Τα όντα της πολλαπλότητος επιστρέφουν στην άπειρη ταχύτητα κατά ολότητες δηλαδή κατά κοσμικά γένη.

Η σχέση ανάμεσα στην άπειρη ταχύτητα και την περατή είναι συνεχής και αποτελεί ενιαίο σύνολο.

Επειδή κάθε ταχύτητα είναι αλληλένδετη με μορφή έτσι και η άπειρη ταχύτητα είναι μορφική αλλά υπερβαίνουσα την τάξη της περατότητας. Εντός αυτής της άπειρης μορφικής ταχύτητος λαμβάνει χώρα η διαφοροποίηση εκ της οποίας προέρχεται η γένεση των περατών ταχυτήτων που συνθέτουν τα κοσμικά γένη. Η άπειρη ταχύτητα νοείται ως υπερχωροχρονική νοητική ενέργεια και ύλη αιθερικής μορφής. Εκ της σχέσεως της αιθερικής ύλης και της νοητικής συμπεριφοράς αυτής ακολουθεί η οντογενετική ροπή εκ της οποίας τίθενται οι πρωταρχικές ροπές του νου ως θείες οντότητες και κατ’ επέκταση τα κοσμικά γένη μέσα στην κατά Λόγον τάξη του αιωνίου γίγνεσθαι.

Η ουσία του γνωρίζοντος Λόγου είναι η διάνοιξη της νοητικής οράσεως ή θεάσεως του όντος με μεγάλη ταχύτητα σκέψης που περιλαμβάνει την συνδυαστική και αναγωγική σκέψη.

Η εικόνα του κόσμου κατά νέο Λόγο–τρόπο είναι ένα νέο νοητικό όραμα του Είναι στην άρρηκτη σχέση του με τον τρόπο. Μέσα από τον νέο τρόπο–λόγο οι παλαιές κοσμοαντιλήψεις που εδράζονται στην επιφατική και αποσπασματική λογική φαντάζουν ως μουσειακά πρωτόλεια κοσμοείδωλα.

Έπιλογος

Ευχαριστώ τους θεούς που μου επέτρεψαν να κατανοήσω, έστω αμυδρά την ουσία και την ενέργεια τους, διαφυλάττοντας την ψυχή μου καθαρή και ακλόνητη την βούληση του ειδέναι μέσα από τις αλλεπάλληλες περιπέτειες της τύχης.

Ένα καινούριο μονοπάτι έχει ανοίξει και περιμένει τους φίλους της σοφίας να το βαδίσουν χαρούμενοι και ελεύθεροι, ως θηρευτές μιας μυστικής ευδαιμονίας κρυμμένης μέσα στα βάθη του Γίγνεσθαι - Είναι.

Λουκάς Σταύρου του Γεωργίου,
Εξ Ομόδους της ελληνικής νήσου Κύπρου.

20 Αυγούστου 2014