Ουρανέ και μαύρε Άδη
Ξεθάψατε τα κόκαλα των γονιών μας
και τα ρίξατε στους σκύλους
συλήσατε τις εκκλησιές μας
με τις θλιμμένες Παναγιές
και τους αρχαίους ναούς μας
με τα μαρμάρινα αγάλματα τους
ρημάξατε τα σπίτια μας
τα άροτρα τους βωμούς και τα χωράφια μας
σφάξατε γέροντες και παιδιά
που κοίταζαν ανυπεράσπιστοι τον ουρανό
βιάσατε
χαράξατε στο κορμί της Κύπρου μας
το μισοφέγγαρο
βεβηλώσατε τους δρόμους μας
και τα βουνά μας
ξεριζώσατε τα δέντρα μας
και τα όνειρα μας.
Τι να πως σ’ αυτά τα παιδιά
τα ορφανεμένα
που με κοιτάζουνε θλιμμένα;
Άρχοντες του ουρανού
και του μαύρου Άδη
ήρωες και ψυχές βασανισμένες
φέρτε κοντύτερα την ώρα της σφαγής
και ο ρόχθος από τον κομμένο λάρυγγα του οχτρού
θα σείει τα θεμέλια της γης
το αίμα κατάμαυρο.
Και θα δουν οι ζωντανοί
τα άταφα σώματα
των νεκρών του Πενταδάκτυλου
ν’ ανεμίζουν την γαλανόλευκη
ξωπίσω από τον ήρωα καβαλάρη
με το ματοβαμμένο κοντάρι
και το πράο πρόσωπο των αποφασισμένων
Ουρανέ και μαύρε Άδη.
Λουκάς Σταύρου