Η φορολόγηση στο εθνικοκοινοτιστικό κράτος
Σε ένα κράτος που δημιουργεί το νόμισμα του, ο φόρος στηρίζεται στη λογική της απόσυρσης χρήματος από την αγορά ώστε να ελέγχεται ο πληθωρισμός, οι τιμές των προϊόντων και τα μεροκάματα.
Αυτή η απόσυρση χρήματος για να είναι δίκαιη και να μην δημιουργεί ανισότητες θα πρέπει να επικεντρώνεται στο συσσωρευμένο πλούτο και ο μόνος τρόπος να ανιχνευθεί είναι ο έλεγχος των πραγματικών εισοδημάτων.
Οι έχοντες και κατέχοντες πρέπει να επιστρέφουν χρήμα στο κράτος και τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα του λαού να διατηρούν την ποσότητα χρήματος που κερδίζουν με την εργασία τους, ώστε να επέρχεται ισορροπία και να γεφυρώνονται οι ταξικές ανισότητες αντί να οξύνονται.
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει ο φόρος να είναι στοχευμένος και όχι καθολικός.
Ο καθολικός φόρος συνήθως επιβάλλεται επί των προϊόντων και ονομάζεται έμμεσος φόρος. Ο φόρος επί των προϊόντων πλήττει κυρίως τους χαμηλά αμειβόμενους και έτσι η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται δραματικά.
Ο έμμεσος φόρος στην ουσία φτωχοποιεί τον λαό μιας και δεν μειώνει τα μεγάλα εισοδήματα αλλά τα μικρά εισοδήματα αρχίζοντας μάλιστα από τα πλέον ελάχιστα δηλαδή από τα πενιχρά εισοδήματα των φτωχών.
Επιπρόσθετα στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής με το ταξικό του κράτος και την τραπεζοκρατική οικονομία , εκτός του ότι κατευθύνεται εν τη γενέσει του προς την ολιγαρχία τυγχάνει επίσης φορολογικής προστασίας μέσα από διάφορα τεχνάσματα. Με λίγα λόγια οι πλούσιοι ζουν σε φορολογικό απυρόβλητο , σε φορολογικό παράδεισο. Οπότε η φορολόγηση στοχεύει στην μεσαία και μικρομεσαία τάξη την οποία ξεζουμίζει και καταλήγει στην φτωχοποίηση των μεροκαματιάρηδων και των μισθωτών.
Πως διορθώνεται αυτή η αδικία που παράγει ανισορροπία ταξικής ισχύος;
Κατά την άποψη μου μόνο με ένα κράτος κοινονισμού και μάλιστα εθνικού κοινοτισμού.
Και λέγω εθνικοκοινοτισμού και όχι απλά σοσιαλισμού διότι σε καθεστώς σοσιαλδημοκρατίας τίποτα δεν αλλάζει διότι παραμένει πάλι αφεντικό της οικονομίας ο ιδιώτης τραπεζίτης που δημιουργεί και κατευθύνει το χρήμα σύμφωνα με τα δικά του μέτρα. Συνεπώς στην σοσιαλδημοκρατία τα όποια λαϊκά ή κοινωνικά μέτρα στηρίζονται πάλι στην αφαίμαξη της μεσαίας τάξης καθότι η ισχυρή τάξη της ολιγαρχίας συνεχίζει να διαφεντεύει και μάλιστα μέσα από διαύλους διαφθοράς που αναπαράγουν και αναδιανέμουν τον πλούτο μεταξύ των ολίγων και των φαύλων.
Η διαφορά της σοσιαλδημοκρατίας με τον εθνικοκοινοτισμό είναι ότι η εξουσία ελέγχεται από την πολιτική οργάνωση των κοινοτήτων σε επίπεδο επαρχιακών συνελεύσεων. Στο εθνικοκοινοτιστικό κράτος η οικονομία δεν είναι ανεξάρτητη από τη πολιτική εξουσία του λαού.
Και επειδή ο εθνικοκοινοτισμός δεν εξισώνει την κοινωνία όπως συμβαίνει στον κομμουνισμό αλλά διασφαλίζει την ελεύθερη αγορά χωρίς ανισοτικές παρεμβάσεις και δημιουργία ευνοουμένων τάξεων και ολιγαρχικών φατριών σημαίνει πως επιτρέπει τον ιδιωτικό πλουτισμό και την ελεγχόμενη διαφοροποίηση των οικονομικών στρωμάτων ώστε αφενός να μην ανατρέπεται η λαϊκή κυριαρχία και αφετέρου να μην μεταφέρεται ισχύς σε ολίγους.
Σε συνθήκες εθνικοκοινοτισμού λοιπόν ο φόρος αποσκοπεί στην εξομάλυνση των ανισοτήτων και στην μεταφορά πλούτου προς τα κάτω ώστε να εξαλείφεται η φτώχεια η ανέχεια και η δυστυχία.
Έτσι μπορεί να ρυθμιστεί το φορολογικό σύστημα ώστε να μην φτωχοποιούνται τμήματα του πληθυσμού μήτε να χτυπιέται η παραγωγικότητα του λαού με την φορολογική αφαίμαξη. Τα μεγάλα εισοδήματα φορολογούνται και κατεβαίνοντας προς τα κάτω φτάνουμε σε αφορολόγητα όρια εισοδημάτων. Αυτό αφορά τον άμεσο φόρο. Στον έμμεσο φόρο ξεκινούμε από την αποφορολόγηση την μηδενική φορολόγηση σε βασικά είδη διαβίωσης του λαού ώστε να ενδυναμώνεται η αγοραστική δύναμη των χαμηλά αμειβομένων και των συνταξιούχων εννοείται.
Βέβαια εκτός της ελεγχόμενης φορολόγησης με κοινωνιστικό πνεύμα το εθνικοκοινοτιστικό κράτος έχει την δυνατότητα να ενισχύσει με πολλούς τρόπους τους χαμηλά αμειβόμενους μέσα από την δημοσιονομική πολιτική του που δεν είναι του παρόντος να επεκταθούμε.
Εκείνο που έχει σημασία να τονίσουμε είναι ότι διατηρούμε την αρχή του κεντρικού σχεδιασμού όμως αυτός ο σχεδιασμός δεν θα παράγεται από τραπεζίτες και ολιγάρχες με τα πολιτικά φερέφωνα τους αλλά από τις συνελεύσεις του λαού που η πολιτική του ισχύς θα ενδυναμωθεί τα μέγιστα με τον θεσμό των ενόπλων λαϊκών πολιτοφυλακών και το νέο δίκαιο που θα εφαρμόσουμε.
Συνοπτικά:
- Φορολόγηση των πραγματικών εισοδημάτων και του συσσωρευμένου πλούτου.
- Αναλογική φορολογία που να μην πλήττει την παραγωγικότητα του λαού.
- Αφορολόγητο στα χαμηλά εισοδήματα.
- Αποφορολόγηση ζωτικών προϊόντων και υπηρεσιών.
- Μεταφορά πλούτου στα χαμηλά αμειβόμενα στρώματα του λαού και ενίσχυση της αγοραστικής τους δύναμης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε πως σε συνθήκες Ευρωζώνης τίποτα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε καθότι το χρήμα δημιουργείται και ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κατευθύνεται στους ντόπιους τραπεζίτες που με την σειρά τους διαφεντεύουν την εθνική οικονομία και ορίζουν το πολιτικό σύστημα που συνάδει με την οικονομική τους κυριαρχία που είναι η εξουσία της ολιγαρχίας πάνω στις λαϊκές παραγωγικές δυνάμεις.
Σύστημα εθνικοκοινοτιστικής φορολόγησης μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε συνθήκες νομισματικής αυτονομίας.
Συνεπώς κεντρικό πολιτικό αίτημα πρέπει να είναι η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα σε συνθήκες κατεδάφισης του ιδιωτικού συστημικού τραπεζοκρατικού συστήματος.
Κάθε επιλογή συμβιβασμού είναι επιλογή εθνικής υποτέλειας και συνεχούς φτωχοποίησης του λαού.
Λουκάς Σταύρου